Του Γιώργου Φιντικάκη
Κυβέρνηση και πιστωτές προετοιμάζουν το έδαφος, ο καθένας για τους δικούς του λόγους, για να παρουσιάσουν για την Ελλάδα ένα success story. Η μεν κυβέρνηση πανηγυρίζει ότι σε εννιά μήνες από σήμερα η χώρα επιτέλους επανακτά τον έλεγχο της μοίρας της, κάτι που θα αποτελέσει και το βασικό χαρτί της προεκλογικής εκστρατείας του κ. Τσίπρα, όταν και όποτε γίνουν εκλογές, οι δε, δανειστές δηλώνουν περήφανοι για την Ελλάδα που αγωνίστηκε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο στην Ευρώπη, προκειμένου να νικήσει τους οικονομικούς της δαίμονες.
Πίσω από τα ωραία αυτά λόγια βρίσκεται το "υβριδικό" μνημόνιο, το οποίο και "φωτογραφίζει" στη χθεσινή της έκθεση η Deutche Bank, η οποία μας θυμίζει ξανά ότι δεν μπορεί να ευοδωθεί η πολιτική επιθυμία του Αλέξη Τσίπρα για "καθαρή έξοδο" με την οποία ο Έλληνας Πρωθυπουργός επιδιώκει να πάει σε εκλογές, όταν και όποτε τις αποφασίσει.
Στην πράξη αυτό που λέει η γερμανική τράπεζα είναι ότι μπορεί η ελληνική κυβέρνηση να σχεδιάζει το πολιτικό αφήγημα της επόμενης ημέρας, με ρητορική ότι η χώρα πρόκειται σύντομα να "απελευθερωθεί" από το ζυγό της τρόικας, αλλά τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι.
Και αποφεύγοντας τη λέξη "μνημόνιο", η οποία είναι αρνητικά φορτισμένη για τους έλληνες και ευρωπαίους ψηφοφόρους, η γερμανική τράπεζα "ντύνει" το νέο πλαίσιο υποχρεώσεων και εποπτείας της Ελλάδας με τον όρο "συνεργατική" (co-operative) έξοδος, δηλαδή μια κοινή συμφωνία μεταξύ Ελλάδας-Ευρώπης για την επόμενη ημέρα μετά τον Αύγουστο του 2018. Και ακριβώς, επειδή σε αυτό πάντα το σενάριο, θα απουσιάζει η προληπτική γραμμή χρηματοδότησης μέσω ESM, η πρόβλεψη για μέτρια και κλιμακωτή ελάφρυνση του χρέους, υπό τον όρο φυσικά η Ελλάδα να διατηρήσει τη δημοσιονομική πειθαρχία, και να δεσμευθεί για συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα μεταρρυθμίσεων, θα χρειασθεί ένας μεσοπρόθεσμος μηχανισμός ελέγχου.
Στην ουσία η λύση μοιάζει με αυτή που χαρακτηρίζεται ως "υβριδική" από τους δανειστές, επειδή ακριβώς δεν έχει εφαρμοστεί σε καμία από τις χώρες που μπήκαν και βγήκαν από τα προγράμματα του ESM, με "καθαρή έξοδο" και χωρίς αναδιάρθρωση χρέους. Ένα μοντέλο που θα δέσει τη χώρα σε αυστηρές δημοσιονομικές και μεταρρυθμιστικές υποχρεώσεις, και που σε συνδυασμό με τις δεσμεύσεις για μελλοντική ρύθμιση του χρέους -ειδικά την περίοδο 2022-2026 όπου η εκτόξευση τόκων καθιστά αδύνατη την αποπληρωμή τους- θα είναι κάτι σαν "εγγύηση" προς τις αγορές ότι δεν έχουν λόγους να ανησυχούν δανείζοντας χρήματα στην Ελλάδα για να χρηματοδοτούν το χρέος της.
Βέβαια μέχρι όλα αυτά να ξεκαθαρίσουν, η ελληνική πλευρά θα συνεχίσει να μιλά για έξοδο δίχως πολιτικούς όρους (conditionality) για να εισπράττει την απάντηση της ευρωπαϊκής πλευράς που θα απαιτεί διατήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας, έστω με μεγαλύτερους βαθμούς ελευθερίας, αλλά στο πλαίσιο πάντα του προγράμματος που έχει εγκριθεί από το ΔΝΤ.
Τώρα, όσον αφορά τα μέτρα ρύθμισης του χρέους, το θέμα παραμένει ανοικτό. Και έχει σε αυτό το σημείο ιδιαίτερη σημασία η διατύπωση της έκθεσης, που επαναλαμβάνει αυτό που λένε αρκετοί στην Ευρώπη, ότι "ασχέτως των διακανονισμών για μετά το τέλος του προγράμματος, οι χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας κατά τα επόμενα χρόνια είναι δραματικά χαμηλότερες απ' ότι στο παρελθόν". Στην πράξη, δεν λέει κάτι διαφορετικό, απ' αυτό που υποστηρίζει το Βερολίνο, ότι η Ελλάδα μπορεί να τα βγάλει πέρα μόνη της και χωρίς ρύθμιση του χρέους. Συγκεκριμένα η έκθεση θυμίζει ότι με βάση το τρέχον δημοσιονομικό σχέδιο, το πρωτογενές ισοζύγιο της Ελλάδα θα καλύπτει τους τόκους που θα πρέπει να καταβάλει η χώρα τα επόμενα χρόνια. Εξαιρουμένων των εντόκων γραμματίων, υπάρχει μόνο ένα μεγάλο ομόλογο της ΕΚΤ, ύψους 4 δισ. ευρώ, που πρέπει να αποπληρωθεί τον Ιούλιο του 2019, και συνολικά κάτι παραπάνω από 10 δισ. ευρω σε λήξεις ομολόγων που πρέπει να αποπληρωθούν μέχρι το 2020. Όμως, υπενθυμίζει, ότι το τρέχον πρόγραμμα προβλέπει ένα αρκετά μεγάλο "μαξιλάρι" ρευστότητας, ύψους 9 δισ ευρώ, που σε συνδυασμό με μια περιορισμένη έκδοση ομολόγων, θα επιτρέψει στην Ελλάδα να εξυπηρετήσει το χρέος, χωρίς επιπλέον χρηματοδότηση.
Η έκθεση της DB είναι σαφής. Το ερώτημα, δεν είναι το αν η έξοδος θα είναι "καθαρή" ή "υποβοηθούμενη" (σ.σ.: πιστοληπτική γραμμή και νέο MUO), αλλά αν θα είναι "ακατάστατη" (messy) ή "συνεργατική" (co-operative), με την τράπεζα να στοιχηματίζει υπέρ του τελευταίου. Ο Αλέξης Τσίπρας δεν θα επιλέξει μια "ακατάστατη" έξοδο, καθώς ένα τέτοιο σενάριο μεταφράζεται σε τερματισμό του προγράμματος δίχως να εκταμιευθεί στην Ελλάδα η τελική δόση (18 δισ. ευρώ) και δίχως συμφωνία για την σχέση της με την Ε.Ε. την επόμενη ημέρα.
Ασφαλώς και μπορεί να δελεάσει τον κ. Τσίπρα "ένας συνδυασμός από θετικές συνθήκες στην αγορά, ευρωπαϊκές απαιτήσεις για αυστηρές πολιτικές μετά το πρόγραμμα (conditionality), και δημοσιονομική σύσφιξη", αλλά τα πράγματα δεν είναι έτσι απλά. Μπροστά στη συνεχιζόμενη εξάρτηση των ελληνικών τραπεζών από τη χρηματοδότηση της ΕΚΤ και την πειθαρχία των αγορών, η κυβέρνηση δύσκολα θα επιλέξει μια τέτοια λύση. Εφόσον δεν εκταμιευθεί η τελευταία δόση, τότε το υγιές μαξιλάρι ρευστότητας δεν θα καταστεί δυνατό να δημιουργηθεί, και η απουσία ευρωπαϊκής "πιστοποίησης" της εξόδου, θα λειτουργήσουν αποτρεπτικά ως προς την πρόσβαση στις αγορές.
Τραβώντας τις κουρτίνες της τεχνητής αισιοδοξίας που καλλιεργείται εντός και εκτός συνόρων, η έκθεση της Deutche Bank "φωτογραφίζει" την επόμενη ημέρα της μεταμνημονιακής Ελλάδας, και δείχνει γιατί ο νέος δρόμος είναι πολύ πιο δύσκολος και μεγαλύτερος απ'' όσο θέλουν να τον παρουσιάζουν Αθήνα και Βρυξέλλες.