Του Βασίλη Γεώργα
Μνημόνιο μέσα στο Μνημόνιο με νέα μέτρα φέρνει η συμφωνία ΔΝΤ – Ευρωζώνης για το ελληνικό χρέος που φιλοδοξούν να κλειδώσουν οι δανειστές στο Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου.
Στην κυβέρνηση προσπαθούν ακόμη να αποκωδικοποιήσουν την «αλλαγή στάσης» του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου που έπαψε πλέον να θέτει προϋπόθεση την άμεση και γενναία αναδιάρθρωση του χρέους. Αυτό που στο οικονομικό επιτελείο γνωρίζουν πολύ καλά αλλά δεν το παραδέχονται ανοιχτά, είναι πως η συμβιβαστική κίνηση του ΔΝΤ να έρθει εγγύτερα στις θέσεις του Βερολίνου, δρομολογεί τις προϋποθέσεις για την υπογραφή ενός 4ου μνημονίου με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Το μνημόνιο αυτό (Memorandum of Economic and Financial Policies (MEFP) θα περιλαμβάνει πρόσθετες παρεμβάσεις σε τουλάχιστον τρεις τομείς που πιθανότατα θα είναι το ασφαλιστικό, το μισθολογικό του Δημοσίου και το αφορολόγητο όριο. Τα τρία αυτά πεδία άνοιξαν ήδη στις συζητήσεις του Σεπτεμβρίου και μένει να φανεί με τι κόστος θα κλείσουν, αποτελώντας τη βάση των δεσμεύσεων για συγκεκριμένες και μόνιμες δημοσιονομικές περικοπές που θα αναλάβει η Ελλάδα υπογράφοντας το ξεχωριστό μνημόνιο με το ΔΝΤ.
Όπως εξηγεί πηγή με γνώση των συζητήσεων, από τη στιγμή που δεν γίνονται αποδεκτές οι θέσεις για άμεση και ευρεία αναδιάρθρωση χρέους, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο επιδιώκει πλέον να επιβάλει ένα «ισχυρό δημοσιονομικό σενάριο» ώστε να βγαίνει το πρόγραμμα ως προς τους στόχους εξυπηρέτησης του χρέους.
Οι συζητήσεις που γίνουν σε αυτή τη φάση δεν θα περιλαμβάνουν κάτι περισσότερο από τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για το χρέος ως το 2018. Αλλά αναμένεται να οδηγήσουν σε μια δέσμευση των ευρωπαίων εταίρων για συγκεκριμένα μέτρα μελλοντικής διευθέτησης του χρέους που θα αφορούν αρχικά το 2019 και μετά την περίοδο ως το 203, όταν θα έχει αφενός «λήξει» το τρίτο μνημόνιο και αφετέρου υπάρχουν μεγάλες δόσεις τοκοχρεωλυσίων που θα κληθεί να αποπληρώσει η Ελλάδα εκείνο το διάστημα. Μεταξύ των μέτρων αυτών συμπεριλαμβάνεται η μείωση του στόχου των πρωτογενών πλεονασμάτων μετά το 2018, στα επίπεδα του 2% ώστε να δημιουργηθεί δημοσιονομικός «χώρος» για ανάκαμψη της οικονομίας, και παράλληλα το πάγωμα των επιτοκίων στα δάνεια του EFSF και η μετάθεση της λήξης μέρους των δανείων.
Παρά τους εγκρατείς πανηγυρισμούς, η οπισθοχώρηση του ΔΝΤ ερμηνεύεται στην πραγματικότητα ως «επικράτηση Σόιμπλε» στην πολύμηνη διελκυστίνδα. Δεν είναι η ευρωζώνη που ήρθε στα μέτρα του Ταμείου αποδεχόμενη να αποσαφηνίσει κάποια από τα μεσοπρόθεσμα μέτρα τα οποία θα ληφθούν μετά το τέλος της δεκαετίας αν το ελληνικό χρέος κριθεί τότε «μη βιώσιμο», αλλά το ΔΝΤ που ήρθε στα μέτρα του Γερμανού υπουργού Οικονομικών ο οποίος εξ αρχής επέμενε ότι δεν υπάρχει καμία ανάγκη άμεσης διευθέτησης του χρέους.
Γίνεται έτσι σαφές πως με τα βραχυπρόθεσμα μέτρα που αναμένεται να ληφθούν στο Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου το ελληνικό χρέος θα χαρακτηριστεί «βιώσιμο» μόνο για μια περίοδο 4-5 ετών από σήμερα και συνεπώς οι όποιες ουσιαστικές παρεμβάσεις για την αναδιάρθρωσή του, μετατίθενται τελεσίδικα για το απώτερο μέλλον. Αυτό έλεγε η απόφαση του Eurogroup του περασμένου Μαϊου, αυτό γίνεται τελικά, με τη διαφορά ότι το ΔΝΤ, η Ελλάδα και οι διεθνείς διαχειριστές κεφαλαίων θα πάρουν μια υποσχετική πως εφόσον χρειαστεί, το χρέος θα διευθετηθεί με συγκεκριμένα μέτρα μετά το 2018.
Ταυτόχρονα, όμως, η Ελλάδα όχι μόνο χάνει τον μοναδικό σύμμαχο που είχε προκειμένου να πιέζει για άμεσες και δραστικές λύσεις στο πρόβλημα του ελληνικού χρέους, αλλά χωρίς να κερδίζει αυτά που επεδίωκε, βρίσκεται αντιμέτωπη με την υποχρέωση να λάβει πρόσθετα μέτρα στην οικονομία.
Από την άλλη, η κυβέρνηση μπορεί να αισιοδοξεί πλέον βάσιμα πως η αναβάπτιση του ελληνικού χρέους ως «βιώσιμο» από το ΔΝΤ και την ΕΚΤ – εφόσον δοθεί η ζητούμενη «εγγύηση» μελλοντικών παρεμβάσεων από την ευρωζώνη – εξασφαλίζει το πολυπόθητο εισιτήριο ένταξης στην ποσοτική χαλάρωση μέσα στο 2017.
Τις τελευταίες εβδομάδες αυτό ήταν άλλωστε και το κεντρικό αφήγημα της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης προκειμένου να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις να επιτευχθούν οι υπερφιλόδοξοι στόχοι του προγράμματος, και όχι η αναδιάρθρωση του χρέους που από το καλοκαίρι και μετά έχει γίνει κατανοητό ότι αποτελεί «χαμένη υπόθεση».