Του Βασίλη Γεώργα
Κάθε φορά που τα πράγματα φτάνουν στο απροχώρητο με την τρόικα η κυβέρνηση επιστρατεύει την «πολιτική διαπραγμάτευση» πριν κάνει το επόμενο βήμα προς τις τελικές υπογραφές.
Αυτή πρέπει να είναι η 3η ή η 4η φορά από την αρχή του χρόνου που το Μαξίμου ισχυρίζεται πως μπορεί να λύσει τα προβλήματα σε ανώτερο επίπεδο, παρότι κανείς από τους προηγούμενους κύκλους πολιτικής διαπραγμάτευσης δεν έχει κλείσει επιτυχώς και πάντα επιστρέφουμε στη δοκιμασμένη συνταγή «τρεις το λάδι τρεις το ξύδι πέντε το λαδόξυδο». Όλα δείχνουν πως αυτό θα συμβεί και πάλι καθώς το αργότερο μέχρι το Eurogroup της 7ης Απριλίου η κυβέρνηση καλείται να υιοθετήσει οριστικά τη θέση του ΔΝΤ και του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών σύμφωνα με την οποία οι συντάξεις και το αφορολόγητο όριο θα πρέπει να κοπούν στην Ελλάδα από το 1/1/2019 προκειμένου να διασφαλιστούν τα επιπλέον έσοδα για την επίτευξη του στόχου των πρωτογενών πλεονασμάτων ύψους 3,5%.
Ο Νίκος Παππάς, αν και αναρμόδιος για τις διαπραγματεύσεις, έδωσε χθες το στίγμα των πολιτικών διαβουλεύσεων, δηλώνοντας πως «το ζήτημα είναι πλέον μόνο πολιτικό και οι τεχνοκράτες δεν έχουν τίποτα άλλο να συζητήσουν» από τη στιγμή που οι Γερμανοί έχουν περιπλέξει την Ελλάδα στον πολιτικό ανταγωνισμό τους. Λίγο μετά επιστρατεύτηκαν οι πληροφορίες για το τηλέφωνο προς την Merkel και η καλλιέργεια προσδοκιών από το Μαξίμου για τα αποτελέσματα των συναντήσεων που θα κάνει ο πρωθυπουργός τις επόμενες ημέρες με τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Donald Tusk (Την Τετάρτη), τον πρόεδρο της Γερμανίας Frank-Walter Steinmeier (την Πέμπτη) αλλά και με τους υπόλοιπους ηγέτες του ευρωπαϊκού Νότου στην προγραμματισμένη σύνοδό τους την ερχόμενη Δευτέρα.
Μένει τώρα να φανεί αν η απόφαση για την έκτακτη μετάβαση του Ευκλείδη Τσακαλώτου, της Έφης Αχτισόγλου και του Γιώργου Χουλιαράκη στις Βρυξέλλες για να ξαναζωντανέψουν τη διαπραγμάτευση, θα αποδώσει αυτή τη φορά καρπούς πριν κλείσει τελεσίδικα το παράθυρο ευκαιρίας για τεχνική συμφωνία στο Eurogroup της Μάλτας την ερχόμενη Παρασκευή. Οι υπουργοί θα συναντηθούν μεταξύ άλλων με τον επικεφαλής του Eurogroup Jeroen Dijsselbloem, με τον αντιπρόεδρο της ΕΚΤ Benoit Coeure, με τον Επίτροπο Νομισματικών Υποθέσεων Pierre Moscovici, ενώ υπάρχει και ένα σενάριο μετάβασης όλων στη Βαλέττα της Μάλτας πολύ πριν την Παρασκευή, ώστε οι προκαταρκτικές συζητήσεις να γίνουν εκεί, παρουσία και των εκπροσώπων του ΔΝΤ.
Το σενάριο ολοκλήρωσης του «staff level agreement» στις 7 Απριλίου δεν θεωρείται αυτή τη στιγμή επικρατέστερο λόγω του περιορισμένου χρόνου. Πλην όμως η επανάληψη του Brussels Group άλλαξε πάλι τα δεδομένα καθώς διατηρεί ζωντανές τις προσδοκίες ότι τα πράγματα δεν είναι στάσιμα. Αν μη τι άλλο βοηθά ώστε να μην επικρατήσει στις αγορές η εικόνα της εμπλοκής που ήδη επιδρά αρνητικά στο οικονομικό κλίμα. Επιπλέον διοχετεύονται πληροφορίες ότι αυτή τη φορά το ταξίδι Τσακαλώτου γίνεται με καθαρή εντολή να αποδεχθεί τις θέσεις των δανειστών και να συμφωνήσει στα βήματα ολοκλήρωσης της αξιολόγησης. Το τελευταίο μένει να φανεί στην πράξη.
Δεδομένου ότι όλοι έχουν αντιληφθεί πλέον πως χρονικά δεν πρόκειται να γίνουν ουσιαστικά βήματα προς την τελική συμφωνία αν δεν τελειώσει ο Απρίλιος και η Σύνοδος του ΔΝΤ στην Ουάσιγκτον (21-23 Απριλίου) ώστε να πληροφορηθούμε τις επόμενες κινήσεις του Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα, όλες οι πλευρές θεωρούν απαραίτητο στο μεσοδιάστημα να χορηγούνται ενέσεις αισιοδοξίας ώστε να δημιουργείται κλίμα πως τα πράγματα προχωρούν. Έχουμε πάντως να δούμε πολλά επεισόδια ακόμη στο σίριαλ της δεύτερης αξιολόγησης καθώς μπροστά επίκεινται και οι διαπραγματεύσεις για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα μελλοντικής ελάφρυνσης του χρέους, που δεν προοιωνίζονται εύκολες και μπορεί να προκαλέσουν επιπρόσθετες επιπλοκές και χρονικές καθυστερήσεις.
Θα μπορούσε κανείς ελαφρά τη καρδία να χρεώσει θεατρινισμούς και σκόπιμες καθυστερήσεις στο κυβερνητικό επιτελείο το οποίο συν τοις άλλοις έχει να παρουσιάσει το περιεχόμενο της συμφωνίας στην Κεντρική Επιτροπή την ερχόμενη εβδομάδα. Έχουν αρχίσει ωστόσο να γίνονται τόσο σοβαρά τα πράγματα στον έξω κόσμο της οικονομίας που είναι αδύνατον να πιστέψει κανείς πως κάποιοι στην κυβέρνηση έχουν αποφασίσει να βάλουν φωτιά στο σπίτι προσδοκώντας ότι θα πουλήσουν ακριβά τις στάχτες.
Υπάρχει η άποψη πως καλή τη πίστει, οφείλουμε να περιμένουμε να δούμε να ξετυλίγεται όλος ο σχεδιασμός που έχουν καταστρώσει ακόμη και αν ελάχιστοι πιστεύουν ότι υφίσταται τέτοιος ή πως υπάρχουν ουσιαστικά διαπραγματευτικά περιθώρια στην κατάσταση που βρίσκεται η οικονομία μετά από δύο συνεχόμενα τρίμηνα ύφεσης και αβεβαιότητας. Ούτως ή άλλως ακόμη και πίσω από την παραδοσιακή για τα μνημόνια, προπαγάνδα της σκληρής διαπραγμάτευσης και της διαρκούς παράτασης του χρόνου των αποφάσεων, μπορεί κανείς να διακρίνει ότι η κυβέρνηση έχει ήδη αποδεχθεί το σκληρό πακέτο των νέων περικοπών στις συντάξεις και τους πρόσθετους φόρους της «μεταμνημονιακής περιόδου», και δεν συζητά για την ουσία αλλά για το «περιτύλιγμα».
Το οποίο δεδομένου ότι αφορά ευθέως τον διαθέσιμο πολιτικό χρόνο που θα έχει η κυβέρνηση στο τιμόνι της χώρας, εστιάζεται αποκλειστικά πλέον σε δύο ζητήματα: πρώτον στο αν τα μέτρα θα ξεκινήσουν να εφαρμόζονται από το 2019 όπως είναι και το πιθανότερο, φέρνοντας έτσι ένα χρόνο νωρίτερα την προοπτική πρόωρης προσφυγής στις κάλπες, και δεύτερον στο αν η υλοποίησή τους μετά το 2018 θα συνδυάζεται με «χειροπιαστές» και αναλυτικά προσδιορισμένες ενέργειες ελάφρυνσης του χρέους ως βασικό «αντίμετρο» για το πολιτικό κόστος που θα επωμιστεί η κυβέρνηση. Το πρώτο είναι μια απόφαση που βαραίνει αποκλειστικά τις πλάτες της ελληνικής πλευράς, αλλά το δεύτερο αφορά στον τρόπο που θα συμφωνήσουν μεταξύ τους το ΔΝΤ και το Βερολίνο ξεπερνώντας τις διαφορές τους.
Δεδομένου πως κανείς δεν έχει πειστεί ακόμη πως η Ελλάδα βρίσκεται σε τροχιά εξόδου από τα μνημόνια το 2018, μας περιμένουν ακόμη μπροστά μήνες και μήνες «πολιτικών διαπραγματεύσεων» μέχρι να φτάσουμε σε ένα σημείο που θα μπορεί κανείς να πει πως βλέπει κάποιο φως στην άκρη του τούνελ.