Του Γιώργου Φιντικάκη
Απομάκρυνση των σεναρίων περί καθαρής εξόδου, αύξηση στο κόστος δανεισμού, νέα αβεβαιότητα για την επόμενη ημέρα, πλήγμα στην επενδυτική εμπιστοσύνη, είναι μερικές μόνο από τις επιπτώσεις για την Ελλάδα στον απόηχο της «Μαύρης Τρίτης» των αγορών.
Στην Αθήνα, παρ' ότι η κυβέρνηση εμφανίζεται καθυσυχαστική, η ανησυχία για το ενδεχόμενο να ανατραπούν οι σχεδιασμοί εξόδου από το πρόγραμμα και συμφωνίας στο χρέος, δεν κρύβονται. Είτε της αρέσει, είτε όχι, η συζήτηση για το «τι θα γίνει αύριο στην Ελλάδα», αναζοπυρώνεται, και γίνεται πλέον με άλλους όρους.
Είναι αυτονόητο ότι αν η ανάγκη αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους, εκληφθεί ως προπομπός αναδιάρθρωσης του ιταλικού χρέους, κανείς δεν θα δεχτεί να μας κάνει παραχωρήσεις, σε αυτή τη φάση. Ενώ η απότομη άνοδος των ελληνικών spread - που χθες όπως και τα ιταλικά υποχώρησαν στον απόηχο πληροφοριών για πιθανή κατάληξη στο πολιτικό αδιέξοδο της γείτονος- αποδεικνύει πως έπειτα από οκτώ χρόνια μνημονίων και στο παρά πέντε της εξόδου από το πρόγραμμα, η χώρα παραμένει εξαιρετικά ευάλωτη στα διεθνή σοκ.
Κι όλα αυτά συμβαίνουν ενώ αύριο ξεκινά στην Ισπανία η συζήτηση για τη πρόταση μομφής κατά της κυβέρνησης Ραχόι, γεγονός που ενδέχεται να ρίξει νέο λάδι στη φωτιά των αγορών.
Η φωτογραφία της στιγμής δείχνει ότι ένα ντόμινο απειλεί ξανά την Ευρωζώνη, και τους πιο αδύναμους κρίκους της. Στον απόηχο των εξελίξεων στην Ιταλία, ο φόβος για την ελληνική οικονομία είναι να εισέλθει σε έναν νέο κύκλο βαθιάς αβεβαιότητας, πολλώ δε μάλλον όταν ο απολογισμός των μνημονίων, δείχνει μια χώρα που παλεύει ακόμη με προβλήματα του προηγούμενου αιώνα.
Το κλίμα αυτό ήταν διάχυτο ανάμεσα στους επιχειρηματίες κατά τη προχθεσινή ετήσια γενική συνέλευση του ΣΕΒ, όπου ο επανεκλεγείς πρόεδρός του Θεόδωρος Φέσσας επιχείρησε να στείλει μήνυμα αισιοδοξίας, μιλώντας για το όραμα μιας ανταγωνιστικής Ελλάδας.
Είναι αμφίβολο αν στη δεδομένη στιγμή, τα κατάφερε. Η εικόνα παραπέμπει περισσότερο σε μια χώρα που παλεύει με το χειρότερο εαυτό της, και που τώρα βλέπει πόσο της κόστισε το γεγονός ότι έχασε τη χρυσή ευκαιρία του φθηνού πετρελαίου, των χαμηλών επιτοκίων και των ισχυρών ρυθμών ανάπτυξης της τελευταίας τριετίας, παρά σε έναν αυριανό λαμπερό κόσμο γεμάτο ευκαιρίες.
Οι αγορές μυρίζουν αίμα, οι κάλπες στην Ιταλία μπορεί εύκολα να μετατραπούν σε δημοψήφισμα για το ευρώ, οι πιθανότητες ρήξης με την Eυρωζώνη παραμένουν αυξημένες. Και όλα αυτά συμβαίνουν σε μια περίοδο που η Ευρωπαϊκή Ένωση σκόπευε να βάλει μπροστά τα σχέδια Μακρόν-Μέρκελ για τη νέα της δομή, που ετοιμάζεται να αποχαιρετίσει ένα από τα ισχυρά της μέλη, τη Μ.Βρετανία, και που επιχειρεί να προσεγγίσει τα Δυτικά Βαλκάνια.
Είναι αρκετοί σε αυτό το νέο τοπίο που εκτιμούν ότι το εκλογικό 2019 (και 2020 ενδεχομένως) δεν είναι περίοδος όπου μπορεί να αναμένεται η υποδοχή της χώρας μας από τους επενδυτές. Το μήνυμα της «Μαύρης Τρίτης» για την Ελλάδα είναι, πόσο εύκολα μπορεί να μετατεθεί η πλήρης έξοδο μας στις αγορές, από αρκετούς μήνες μέχρι και τουλάχιστον ένα χρόνο.
Σε αυτή τη περίπτωση, δεν αρκεί ένα μαξιλάρι ασφαλείας 20 δισ ευρώ για έξοδο από το Μνημόνιο, παρά αυτό θα χρειαστεί να φουσκώσει κι άλλο, με αμφίβολη αποτελεσματικότητα. Η λογική επιτάσσει παράταση της παραμονής υπό της σκέπη του Μηχανισμού Στήριξης.
Σκέψεις σαν κι αυτές, είτε για παράταση της χρηματοδοτικής ασφάλειας του μνημονίου είτε για συμφωνία σε κάποιου είδους πιστοληπτική γραμμή στήριξης, γίνονται τις ημέρες αυτές σε πολλαπλά επίπεδα. Κάποιοι διατυπώνουν ακόμη και ακραία σενάρια, όπως ότι αν η κυβέρνηση παραμένει ανένδοτη στις θέσεις της, και ταυτόχρονα ενταθεί η νευρικότητα στις αγορές, να οδηγηθούμε ακόμη και σε επανάληψη του 2015. Το γεγονός ότι όλα αυτά δεν ακούγονται από επίσημα χείλη, δεν σημαίνει και ότι όλα αυτά δεν έχουν τεθεί σε ανεπίσημες συζητήσεις και σε υψηλό επίπεδο.