Του Γιώργου Φιντικάκη
Καθρέφτης της δυσπραγίας που βιώνει η πραγματική οικονομία είναι η βουτιά 9% στις βενζίνες, 7% στη θέρμανση, και… 13% στο ντίζελ σε σχέση με πέρυσι, σύμφωνα με τα πρώτα ανεπίσημα στοιχεία από εταιρείες εμπορίας καυσίμων για τις πωλήσεις το πρώτο δεκαήμερο του Φεβρουαρίου.
Σε μια στιγμή που οι επίσημες μετρήσεις της καταναλωτικής εμπιστοσύνης μιλούν για άνοδο, ένας δείκτης-καθρέφτης για την υγεία κάθε οικονομίας, τα καύσιμα, προβάλλουν μια διαφορετική εικόνα.
Έπειτα από μία τριετία σταθεροποίησης, το 2018 η αγορά καυσίμων επέστρεψε σε αρνητικό πρόσημο (-3%), τάση που συνεχίστηκε τον Ιανουάριο του 2019, με τις πωλήσεις να «βουτούν» 10% στις βενζίνες, και 8% στο ντίζελ και δείχνει να ενισχύεται στις πρώτες ημέρες του Φεβρουαρίου. Το πρώτο δεκαήμερο του τρέχοντος μήνα, φανερώνει πτώση σε όλους τους τύπους καυσίμων, με το σύνολο της αγοράς να υποχωρεί 10% σε σύγκριση με πέρυσι.
Ενώ στις έρευνες για το οικονομικό κλίμα, όπως αυτή του ΙΟΒΕ, οι προβλέψεις των νοικοκυριών για την οικονομική τους κατάσταση το επόμενο 12μηνο καλυτερεύουν, εντούτοις ένας από τους πιο κομβικούς δείκτες της πραγματικής οικονομίας, στέλνει τα δικά της ανησυχητικά μηνύματα. Την ίδια στιγμή που ενισχύεται η πρόθεση για αγορές μεγάλης αξίας, όπως για παράδειγμα αυτοκινήτων, η εικόνα της κατανάλωσης καυσίμων οδηγεί σε διαφορετικά συμπεράσματα.
Και παρ'' ότι το Δεκέμβριο η κακοκαιρία αύξησε 10,9% τη ζήτηση για πετρέλαιο θέρμανσης, εντούτοις αυτό δεν κατάφερε να σώσει τη παρτίδα, με την αγορά να υποχωρεί στο σύνολο του έτους σε ποσοστό 2,9%. Τη μεγαλύτερη βουτιά γνώρισε η θέρμανση (17,3%), ενώ η μείωση στις βενζίνες συγκρατήθηκε στο 1,8% και στο ντίζελ σημειώθηκε αύξηση 2,4%.
Οι φόροι στα καύσιμα κτίζουν υπερπλεονάσματα
Τα παραπάνω φυσικά είναι απόρροια των φόρων, και του λογαριασμού που πληρώνουν στην αντλία οι καταναλωτές στο βωμό των υπερπλεονασμάτων. Ήταν αυτή η εμμονή στην αδιέξοδη πολιτική της «καθαρής εξόδου» με μαξιλάρι ασφαλείας πίσω από την απάντηση που είχε προ μηνών δώσει ο υπ. Ενέργειας Γ. Σταθάκης ότι «δεν είναι η κατάλληλη στιγμή να μειώσουμε τους φόρους στα καύσιμα».
Εκείνο που δεν είχε πει ο υπουργός είναι ότι χρόνια τώρα έχει υπερισχύσει η κοντόθωρη εισπρακτική προσέγγιση που επιτάσσει την περαιτέρω αύξηση των φόρων επί των τιμών των καυσίμων, προκειμένου να εισπραχθούν ακόμη περισσότερα έσοδα και να επιτευχθεί ο στόχος για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ ώς το 2022.
Στην πράξη, η αντίληψη «δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για μείωση των φόρων», ταιριάζει σε πληθώρα άλλων υπερφορολογημένων τομέων της οικονομίας: Από τα ακίνητα, την κινητή τηλεφωνία, και τα καπνικά, έως τις επιχειρήσεις, των οποίων οι φόροι έχουν κτίσει και πρόκειται να κτίσουν τα πλεονάσματα των επόμενων ετών.
Σε μια κίνηση υψηλού ρίσκου, η κυβέρνηση αύξησε στις αρχές του 2017 τους φόρους στα καύσιμα, που διαχρονικά αποτελούν την εύκολη λύση για να μεταφέρονται χρήματα από τις τσέπες των καταναλωτών στα δημόσια ταμεία. Και ενώ η Ελλάδα ήταν η 4η χώρα με τον υψηλότερο Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης στη βενζίνη, στις αρχές του 2017 έγινε η 3η χώρα με τον υψηλότερο ΕΦΚ στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Εκεί που η χώρα επέβαλλε έναν ΦΠΑ στα καύσιμα, πλέον επιβάλλει δύο ΦΠΑ, έναν επί της αξίας του προϊόντος και άλλον έναν επί του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης.
Κάπως έτσι η τιμή της βενζίνης στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της «GlobalPetrolPrices», ξεπερνά την αντίστοιχη σε χώρες με πολλαπλάσια αγοραστική δύναμη. Ενώ στην Ελλάδα είναι 1,51 ευρώ (1,49 ευρώ σύμφωνα με την Κομισιόν), στην Πορτογαλία δεν ξεπερνά τα 1,41 ευρώ, στο Βέλγιο τα 1,32 ευρώ, στη Βρετανία το 1,35 ευρώ, στη Γερμανία το 1,31 ευρώ, στην Ιρλανδία τα 1,35 ευρώ, στην Ισπανία το 1,23 ευρώ, στη Βουλγαρία τα 0,99 ευρώ, και στη Κύπρο τα 1,11 ευρώ. Κάπως έτσι η παραβατικότητα και η νοθεία στα καύσιμα έχουν δείξει ξανά τα δόντιά τους, με τα στοιχεία των ελέγχων της ΑΑΔΕ να καταγράφουν αύξηση στα κρούσματα νοθείας και λαθρεμπορίου, το οποίο υπολογίζεται ότι μπορεί και να ξεπερνά τα 250 εκατ. ευρώ το χρόνο, και το οποίο κάποτε η κυβέρνηση θα πάτασσε.