Καθαρά δημοσιονομικά έσοδα 511 εκατ. ευρώ ή 475 εκατ. ευρώ σε όρους παρούσας αξίας μπορεί να αποφέρει στον κρατικό προϋπολογισμό, κατά το διάστημα 2016–2025, η ιδιωτικοποίηση του ΟΛΠ, σύμφωνα με μελέτη του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ). Παράλληλα, εκτιμάται ότι θα πραγματοποιηθούν επιπλέον επενδύσεις ύψους 867 εκατ. ευρώ από την Cosco και από άλλες επιχειρήσεις που θα δραστηριοποιηθούν στην περιοχή ως αποτέλεσμα συνεργασίας με το λιμένα. Σημαντικά προβλέπονται και τα μακροοικονομικά αποτελέσματα από την πώληση των μετοχών του ΟΛΠ με την ενίσχυση του ΑΕΠ και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
Στη μελέτη του ΙΟΒΕ, με τίτλο: «Οικονομικές επιδράσεις από την ιδιωτικοποίηση του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς», τονίζεται ότι ο λιμένας του Πειραιά διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο για την οικονομία της χώρας, ως ο βασικός πυλώνας του ελληνικού λιμενικού συστήματος. Μεταξύ των βασικών σημείων της μελέτης, είναι τα εξής: «Στο βαθμό που οι υποδομές του λιμένα εξελιχθούν κατάλληλα και αξιοποιηθούν ανάλογα, δύναται να αποτελέσει μοχλό περαιτέρω ανάπτυξης της ναυτιλίας, των θαλάσσιων μεταφορών, της κρουαζιέρας αλλά και πολλών άλλων οικονομικών δραστηριοτήτων. Ειδικά, στη σημερινή συγκυρία βαθύτατης και παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, το ζητούμενο για μία βιώσιμη και ολοκληρωμένη διαχείριση των ελληνικών λιμένων έχει ιδιαίτερη βαρύτητα. Σε αυτό το πλαίσιο, η διάθεση πλειοψηφικού πακέτου μετοχών του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς (ΟΛΠ) ΑΕ σε στρατηγικό επενδυτή αναδεικνύεται σε κίνηση ιδιαίτερης σημασίας για την ελληνική οικονομία. Από την ανάλυση προκύπτει ότι το καθαρό όφελος αθροιστικά για την περίοδο 2016-2025 υπολογίζεται στα 511 εκατ. ευρώ ή 475 εκατ. ευρώ σε όρους παρούσας αξίας.
Οι μεγαλύτερες τιμές του καθαρού δημοσιονομικού οφέλους σημειώνονται τα έτη 2016 (277,5 εκατ. ευρώ) και 2022 (106,3 εκατ. ευρώ), όταν πραγματοποιείται, με βάση το προτεινόμενο χρονοδιάγραμμα, η πώληση των μετοχών του ΟΛΠ έναντι 280,5 εκατ. ευρώ και 88,0 εκατ. ευρώ, αντίστοιχα. Ακόμα, όμως και εξαιρουμένης της εισροής από την πώληση μετοχών, διαφαίνεται μία σταθερή τάση ανόδου διαχρονικά στο καθαρό δημοσιονομικό αποτέλεσμα, το οποίο οφείλεται σε αυξημένη δραστηριότητα και μεγαλύτερη αποδοτικότητα, λόγω της ιδιωτικοποίησης. Αναλυτικότερα, τα υπόλοιπα καθαρά δημοσιονομικά έσοδα αυξάνονται από 6,9 εκατ. ευρώ, το 2017, στα 20,9 εκατ. ευρώ, το 2025.
Επιπλέον, η σύμβαση παραχώρησης μεταξύ του ΟΛΠ και της Ελληνικής Δημοκρατίας προβλέπει συγκεκριμένες επενδύσεις, η υλοποίηση των οποίων πρέπει ναολοκληρωθεί σε δύο χρονικές περιόδους διάρκειας πέντε ετών εκάστη (CAPEX periods). Πέραν από τις υποχρεωτικές επενδύσεις, όμως, η Cosco έχει τη δυνατότητα να προβεί και σε άλλες επενδύσεις, εφόσον τις κρίνει αναγκαίες και επικερδείς. Τέλος, επενδύσεις ενδέχεται να προέλθουν και από άλλες επιχειρήσεις οι οποίες θα δραστηριοποιηθούν στην ευρύτερη περιοχή, ως αποτέλεσμα συνεργασίας με το λιμένα. Το συνολικό ύψος αυτών των επενδύσεων εκτιμάται ότι ανέρχεται σε περίπου 867 εκατ. ευρώ κατά την πρώτη δεκαετία. Σε αυτή την εκτίμηση δεν λαμβάνονται υπόψη επενδύσεις άλλων εταιρειών που είναι πιθανόν να δραστηριοποιηθούν στην ευρύτερη περιοχή του Πειραιά.
Η ιδιωτικοποίηση του λιμένα και η λειτουργία του σε συνθήκες βελτιωμένης αποδοτικότητας αναμένεται να επιδράσει θετικά και στον κύκλο εργασιών των τμημάτων του (π.χ. στη ναυπηγοεπισκευή και στην κρουαζιέρα), καθώς και σε συνδεδεμένους κλάδους της οικονομίας, όπως, για παράδειγμα, τα logistics και οι σιδηροδρομικές μεταφορές.
Αν δε υλοποιηθεί και σειρά συγκεκριμένων δυνητικών δράσεων, το επιπλέον ετήσιο προϊόν εντός της ελληνικής οικονομίας κυμαίνεται από 17 εκατ. ευρώ, το 2016, ως και 2,6 δισ. ευρώ, το 2025. Σε αυτή την εκτίμηση δεν συμπεριλαμβάνονται οι επιδράσεις σε άλλους κλάδους που ενδέχεται να ενισχυθούν από τη βελτίωση των υποδομών μεταφοράς προϊόντων και της ναυπηγοεπισκευής, όπως η μεταποίηση προϊόντων ή ο τουρισμός. Λαμβάνοντας υπόψη τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των κύριων μακροοικονομικών μεγεθών με τη χρήση κατάλληλων μακροοικονομικών υποδειγμάτων, εκτιμήθηκε η συμβολή της πώλησης των μετοχών του ΟΛΠ στην ενίσχυση των αναπτυξιακών ρυθμών ανόδου της ελληνικής οικονομίας και στην προσπάθεια δημοσιονομικής προσαρμογής και μείωσης του δημοσίου χρέους.
Συνολικά, στο τέλος της εξεταζόμενης περιόδου, το επίπεδο του ΑΕΠ θα είναι κατά 0,8% υψηλότερο από αυτό που θα ήταν, αν δεν είχε γίνει η συναλλαγή. Ο πραγματικός μισθός αυξάνεται σταθερά σε όλη την εξεταζόμενη περίοδο, ενώ οι πληθωριστικές πιέσεις παραμένουν εξαιρετικά ασθενείς. Οι παράγοντες ζήτησης που συνδέονται με την κατασκευή και λειτουργία του έργου δημιουργούν συνολικά περισσότερες από 31 χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας.
Παράλληλα, οι παράγοντες προσφοράς που εκφράζουν την άνοδο της παραγωγικότητας και της δυνητικής παραγωγικής ικανότητας έχουν μόνιμο χαρακτήρα και επιδρούν και μετά την περάτωση κατασκευαστικών εργασιών. Επιπλέον, η επένδυση συμβάλλει στη μείωση του δημοσίου χρέους μακροχρόνια κατά 2,3 εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ. Λαμβάνοντας υπόψη την περιφερειακή διάρθρωση του ΑΕΠ και της απασχόλησης στην Ελλάδα (το 50% περίπου εντοπίζεται στη Αττική), οι επιδράσεις που αναφέρθηκαν θα είναι πολύ περισσότερο αισθητές στην περιοχή της Αττικής και του Πειραιά, ειδικότερα.
Τονίζεται ότι οι εκτιμήσεις στη μελέτη περιορίζονται σε επιδράσεις οι οποίες συσχετίζονται άμεσα με τη συγκεκριμένη συμφωνία, η οποία, όμως, εντάσσεται σε μία ευρύτερη προσπάθεια ανάταξης των παραγωγικών δραστηριοτήτων στη χώρα. Η προσέλκυση μίας μεγάλης επένδυσης σε έναν κομβικό τομέα για την ελληνική οικονομία, όπως οι μεταφορές, ενδέχεται να σηματοδοτήσει μία σημαντική αλλαγή του επενδυτικού κλίματος και να δώσει το έναυσμα για μεγαλύτερη ανάπτυξη στους τομείς που εξετάζει η μελέτη, όπως οι υπηρεσίες μεταφοράς και ο τουρισμός, άλλα και σε άλλους τομείς της οικονομίας όπου υπάρχει ανάγκη για άμεσες ξένες επενδύσεις, όπως η μεταποίηση, η παροχή νερού και ενέργειας, η διαχείριση απορριμμάτων και οι λοιπές υπηρεσίες. Επομένως, οι εκτιμήσεις της μελέτης πρέπει να θεωρηθούν ως συντηρητικές και ενδέχεται να υπερβληθούν, εφόσον συντελέσουν και άλλοι παράγοντες στη βελτίωση των ευρύτερων συνθηκών και προοπτικών της ελληνικής οικονομίας.
Συμπερασματικά, ένα από τα βασικά προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η ελληνική οικονομία, είναι η ανεπάρκεια των εγχωρίων αποταμιεύσεων για τη στήριξη ενός επενδυτικού προγράμματος που θα εξασφαλίζει ικανοποιητικούς ρυθμούς ανόδου και, παράλληλα, θα ικανοποιεί τους φιλόδοξους δημοσιονομικούς στόχους που έχουν τεθεί στο πρόγραμμα προσαρμογής που ακολουθείται. Το πρόβλημα επιτείνει η αδυναμία του τραπεζικού συστήματος να διαδραματίσει το διαμεσολαβητικό του ρόλο και να ενισχύσει τη διαδικασία μετατροπής αποταμιεύσεων σε επενδύσεις. Η εισροή πόρων από το εξωτερικό είναι απαραίτητη προϋπόθεση και, ουσιαστικά, η μόνη λύση για την αναπτυξιακή πορεία της χώρας και την οριστική της έξοδο από την κρίση.
Επομένως, εκείνο που απαιτείται τώρα είναι η ενίσχυση της αξιοπιστίας της χώρας, ώστε να καταστεί ένας ασφαλής επενδυτικός προορισμός και να προσελκυστούν οι απαραίτητοι πόροι.
Η παραχώρηση του 51% των μετοχών του ΟΛΠ στην Cosco και ακολούθως του 16% και, στη συνέχεια, η ανάπτυξη του λιμένα Πειραιώς μπορεί να διαδραματίσει καταλυτικό ρόλο προς αυτήν την κατεύθυνση, στέλνοντας ένα ισχυρό σήμα στις διεθνείς αγορές ότι η Ελλάδα είναι ένας ασφαλής και ελκυστικός επενδυτικός πόλος. Η ανάπτυξη του λιμένα και η δημιουργία ενός κέντρου διεθνούς εμβέλειας για το διαμετακομιστικό εμπόριο, αλλά και για τον τουρισμό και την κρουαζιέρα, αναμένεται να έχει πολλαπλές θετικές επιδράσεις στην εγχώρια οικονομία και στην κοινωνία, μέσω των άμεσων επενδυτικών επιδράσεων, των συνεργειών, καθώς και των λοιπών καθετοποιημένων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, που θα αναπτυχθούν».
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ