Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Ακόμη περισσότερο κλείνει η «ψαλίδα» της Ελλάδας με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης καθώς την ώρα που οι γερμανικοί τίτλοι ξεφεύγουν από τα επίπεδα της ακραίας αβεβαιότητας τα ελληνικά ομόλογα συνεχίζουν να προσελκύουν το ενδιαφέρον παρά τις ιστορικά χαμηλές τους αποδόσεις.
Λίγες ημέρες μετά την ιστορική έκδοση 10ετούς ομολόγου με επιτόκιο 1,5% και το αρνητικό επιτόκιο στη δημοπρασία εντόκων γραμματίων, σημειώθηκε μία ακόμη εξέλιξη που επαναφέρει την Ελλάδα σε συνθήκες που μοιάζουν περισσότερο με την προ κρίσης περίοδο παρά με τα χρόνια της αναξιοπιστίας και της ύφεσης.
Χθες Τετάρτη 16 Οκτωβρίου, η διαφορά μεταξύ του επιτοκίου δανεισμού της Γερμανίας και της Ελλάδας στη δευτερογενή αγορά υποχώρησε έως τις 177 μονάδες βάσης (1,77 ποσοστιαίες μονάδες) που είναι νέο χαμηλό κρίσης. Είναι το χαμηλότερο επίπεδο, δηλαδή, από τότε που έγιναν αισθητά τα οικονομικά προβλήματα της Ελλάδας κοντά στα τέλη του 2009 και ξεκίνησε ένας γολγοθάς 10 ετών. Το spread αντικατοπτρίζει το country risk και στην ουσία είναι το premium που ζητούν οι επενδυτές για να αναλάβουν αυτόν τον επιπρόσθετο κίνδυνο (σε σύγκριση με τη Γερμανία) ο οποίος σχετίζεται με την αβεβαιότητα του να επενδύσει κάποιος στη χώρα.
Πολλοί αποδίδουν την τεράστια αποκλιμάκωση των αποδόσεων και του spread στο διεθνές περιβάλλον και στις πολιτικές των κεντρικών τραπεζών. Είναι προφανές ότι το διεθνές κλίμα παίζει καθοριστικό ρόλο. Όμως μέσα σε 10 μήνες η «βουτιά» του κόστους δανεισμού της Ελλάδας ήταν 3,6 φορές μεγαλύτερη από της Γερμανίας, 3 φορές μεγαλύτερη από της Γαλλίας και σχεδόν 2 φορές μεγαλύτερη από της Πορτογαλίας.
Ξεκινώντας από πολύ υψηλότερη βάση ο κίνδυνος της χώρας περιορίστηκε κατά περίπου 3 ποσοστιαίες μονάδες και σχεδόν το 90% της πτώσης σημειώθηκε μετά τις ευρωεκλογές, όταν η πτώση ήταν εντυπωσιακά μεγαλύτερη από των υπόλοιπων χωρών-μελών της Ευρωζώνης.
Από την αρχή του 2019 η απόδοση του ελληνικού 10ετούς ομολόγου παραμένει σε πτωτική τροχιά, πλησιάζοντας περισσότερο τα ιταλικά και λιγότερο τα πορτογαλικά ομόλογα, καθώς στην Ιταλία κυριαρχούσε αβεβαιότητα πριν τον σχηματισμό του νέου κυβερνητικού συνασπισμού. Η πτώση αυτή επιταχύνθηκε μετά την 26η Μαΐου και το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών, ενώ μετά τις 20 Αυγούστου – όταν διέσπασε καθοδικά το επίπεδο του 2% - ξεκίνησε μία πορεία με αλλεπάλληλα ιστορικά χαμηλά για να σταθεροποιηθεί στο εύρος του 1,3%-1,5%.
Η πτώση των ελληνικών αποδόσεων από τις ευρωεκλογές έως σήμερα είναι σχεδόν 6,5 μεγαλύτερη από των γερμανικών και 3 φορές μεγαλύτερη από των πορτογαλικών (200 μβ η μείωση των ελληνικών τίτλων, 32,8 μβ των γερμανικών). Οι δομικοί παράγοντες που συνέλαβαν στην τόσο μεγάλη μείωση του κόστους δανεισμού είναι σύμφωνα με την Alpha Bank οι ακόλουθοι:
-Στην πλευρά της προσφοράς, μόλις το 17% του ελληνικού δημοσίου χρέους βρίσκεται στα χέρια ιδιωτών ομολογιούχων, που σημαίνει ότι η δευτερογενής αγορά είναι ρηχή.
-Στην πλευρά της ζήτησης ο όγκος των ομολόγων παγκοσμίως με αρνητικές αποδόσεις διαμορφώνεται περί τα 15 τρις. δολάρια, καθιστώντας τα ελληνικά ομόλογα πολύ ελκυστικά ακόμη και στα ιστορικά χαμηλά τους.
-Στο μέτωπο της ρευστότητας, το κεφαλαιακό απόθεμα εκτιμάται στα 33,7 δις. ευρώ στο τέλος Μαρτίου, με αποτέλεσμα το ελληνικό δημόσιο να καλύπτει τις χρηματοδοτικές του ανάγκες για περισσότερα από 2 χρόνια.
-Πάνω από το 93% του όγκου του χρέους είναι σε σταθερά επιτόκια γεγονός που συνεπάγεται περιορισμένη «ευαισθησία» σε αναταράξεις επιτοκίων, την ώρα που η μέση ωρίμανση του ελληνικού χρέους διαμορφώνεται περί τα 21 έτη, που είναι μεταξύ των μεγαλύτερων στον κόσμο.
-Στο μέτωπο της βιωσιμότητας του χρέους, ο συνδυασμός χαμηλών χρηματοδοτικών αναγκών και της προβλεπόμενης μείωσης του «snowball effect»(διαφορά μεταξύ χρηματοδοτικού κόστους και εκτιμώμενου ΑΕΠ) του χρέους κατά μέσο όρο την περίοδο 2019-2020, ενισχύει τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές βιωσιμότητας του χρέους.