Του Θανάση Κουκάκη
Πώς το «δημοσιοϋπαλληλικό όνειρο» δεκαετιών ακρωτηρίασε τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και αποτέλεσε βαρίδι για την ιδιωτική οικονομία της χώρας καταδεικνύει μελέτη για την εκπαίδευση και την αγορά εργασίας που έδωσε χθες στη δημοσιότητα το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) και από την οποία προκύπτει πως σήμερα ο μέσος μισθός στο Δημόσιο ξεπερνά σχεδόν κατά 200 ευρώ τον μέσο μισθό στον ιδιωτικό τομέα!
Το ΙΟΒΕ διαπιστώνει πως οι επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα αμείβουν σήμερα τους εργαζομένους τους με μισθό αισθητά χαμηλότερο από ό,τι ο στενός ή ευρύτερος δημόσιος τομέας, με το επίπεδο εκπαίδευσης μάλιστα να έχει μικρότερη επίδραση ως προσδιοριστικός παράγοντας των αποδοχών στον ιδιωτικό τομέα σε σχέση με το Δημόσιο.
Πρέπει να σημειωθεί πως οι αμοιβές στον δημόσιο τομέα παραμένουν υψηλότερες από τον ιδιωτικό, κυρίως λόγω διατήρησης της προσωπικής διαφοράς για τους παλαιότερους εργαζομένους του Δημοσίου παρά την εφαρμογή του νέου μισθολογίου. Έτσι, το 2016 ο μέσος μισθός στον ιδιωτικό τομέα κυμάνθηκε στα 884 ευρώ από 1.054 το 2008, ενώ στον στενό δημόσιο τομέα κυμάνθηκε στα 1.077 ευρώ, υψηλότερος κατά 193 ευρώ σε σχέση με εκείνο στον ιδιωτικό τομέα. Εάν η σύγκριση γίνει με τις ΔΕΚΟ, όπου ο μέσος μισθός το 2016 κυμάνθηκε στα 1.270 ευρώ, τότε η διαφορά με τον μέσο μισθό στον ιδιωτικό τομέα εκτοξεύεται στα 386 ευρώ!
Η νοοτροπία
Το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών υποστηρίζει πως η οικονομική κρίση προκάλεσε βαθιά ρήξη στην ήδη προβληματική σχέση μεταξύ εκπαίδευσης και αγοράς εργασίας στην Ελλάδα, χωρίς όμως να μεταβάλει ριζικά τις διαχρονικές διαρθρωτικές αδυναμίες και ανισορροπίες που προϋπήρχαν στη σχέση αυτή.
Ειδικότερα, από τη μία, μεγεθύνθηκαν οι διαχρονικά μεγαλύτερες δυσκολίες που εστιάζονταν στη μέση εκπαίδευση και αντανακλούσαν κυρίως την υστέρηση της συμμετοχής νέων στην τεχνική-επαγγελματική εκπαίδευση και τη χαμηλή σύνδεσή της με τις ανάγκες των τοπικών οικονομιών, στο πλαίσιο ενός συγκεντρωτικά οργανωμένου εκπαιδευτικού συστήματος, ελεγχόμενου από το κεντρικό κράτος. Από την άλλη, μετά την έναρξη της κρίσης, ενισχύθηκαν οι δυσκολίες σύνδεσης της ανώτατης εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας, ενώ η επίδραση της κρίσης στις προοπτικές απασχόλησης των αποφοίτων ενισχύθηκε. Ένα εξαιρετικά πολύτιμο εύρημα της έρευνας του ΙΟΒΕ είναι πως η έκταση και ο συγκεντρωτικός και εσωστρεφής τρόπος με τον οποίο υλοποιήθηκε η διεύρυνση της ανώτατης εκπαίδευσης τις τελευταίες δύο δεκαετίες στην Ελλάδα, δεν διασφάλισε την ισχυρή σύνδεσή της με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας και της οικονομίας. Πιο απλά, η νοοτροπία δεκαετιών πως μια θέση στο Δημόσιο διασφαλίζει εσαεί μισθό και καριέρα ακρωτηρίασε την ελληνική παραγωγή, αποστερώντας από την ιδιωτική οικονομία προσωπικό όλων των βαθμίδων εκπαίδευσης και ειδικά εργαζομένους τεχνολογικής εκπαίδευσης.
Ενθαρρυντική, σε έναν βαθμό, είναι η διαπίστωση του Ιδρύματος πως ύστερα από την κρίση έχει μεταβληθεί η δυνατότητα του κράτους να «διορθώνει» την αναντιστοιχία προσφοράς και ζήτησης στην αγορά εργασίας, προσλαμβάνοντας άνεργους αποφοίτους στον δημόσιο τομέα, όπως συνέβη την περίοδο πριν από την κρίση. «Κανένα μελλοντικό σενάριο ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας δεν φαίνεται να περιλαμβάνει τη διόγκωση της απασχόλησης στον δημόσιο τομέα και να δίνει έμφαση στη δημόσια κατανάλωση στο ορατό μέλλον», υπογραμμίζει το ΙΟΒΕ, αν και στην πράξη έχει αποδειχθεί πως διαχρονικά πολλές προσλήψεις στο Δημόσιο γίνονταν με τη χρήση «παραθύρων» και με καταστρατήγηση των κείμενων διατάξεων.
Μια πτυχή που φωτίζει το ΙΟΒΕ είναι το πώς απαξιώνονται μέσα στην κρίση τα χρήματα που έχει «επενδύσει» το Δημόσιο για την κατάρτιση αποφοίτων μέσης και ανώτατης εκπαίδευσης. «Τα μεγάλα ποσοστά ανεργίας αποφοίτων μέσης και ανώτατης εκπαίδευσης, η έκταση της εξωτερικής μετανάστευσης κυρίως πτυχιούχων και οι αβέβαιες πιθανότητες επιστροφής τους περιορίζουν σημαντικά την αποτελεσματικότητα του εκπαιδευτικού συστήματος και μειώνουν την απόδοση, πρωτίστως, των δημοσίων επενδύσεων στην εκπαίδευση», αναφέρει σχετικά η έκθεση του Ιδρύματος.
Στη βάση αυτή, το ΙΟΒΕ επισημαίνει πως η σύνδεση της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας, ο αναπροσανατολισμός ιδιαίτερα της ανώτατης εκπαίδευσης από τον δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα και τις επιχειρήσεις, και η ενίσχυση της μέσης τεχνικής-επαγγελματικής εκπαίδευσης αποτελούν σημαντικές προκλήσεις που χρειάζεται να αντιμετωπιστούν άμεσα. Και αυτή η ανάγκη είναι πραγματικά επείγουσα λόγω του κινδύνου απαξίωσης των γνώσεων και των δεξιοτήτων προσωπικού με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης που παραμένει όμως άνεργο ή υποαπασχολούμενο για μεγάλο χρονικό διάστημα.