Του Γιώργου Φιντικάκη
Έχει τη μοναδική ικανότητα να παράγει ελλείμματα, προβληματικά αποτελέσματα, και παρ'' ότι η κυβέρνηση με συνεχείς οικονομικές ενέσεις, καταβάλει προσπάθειες να της φιλοτεχνήσει εικόνα βιώσιμης επιχείρησης, ουδείς πραγματικά το πιστεύει στην αγορά. Στην ουσία η ΔΕΗ του 2018, συνεχίζει να θυμίζει ένα χρονίως πάσχοντα ασθενή, που παρά τις άοκνες προσπάθειες του ιατρικού επιτελείου να βγει επιτέλους από την εντατική και να σταθεί στα πόδια του, εκείνος μονίμως υποτροπιάζει.
Η φετινή πορεία της μετοχής στο ταμπλό δεν χωρά καμία παρερμηνεία. Εδώ και μερικούς μήνες, ειδικά μετά το Φεβρουάριο, οπότε και διέρρευσαν τα πρώτα στοιχεία της έκθεσης της McKinsey, σπάει το ένα αρνητικό ρεκόρ μετά το άλλο, με αποτέλεσμα η κεφαλαιοποίησή της να κλείσει χθες στα 440,8 εκατ. ευρώ, και να υπολείπεται πλέον όλων των εισηγμένων ενεργειακών εταιρειών, όπως της ΤΕΡΝΑ Ενεργειακή (619 εκατ), της Μυτιληναίος (1,23 δισ.) ή των ΕΛΠΕ (2,1 δισ).
Στην πράξη, αυτό που βλέπει η αγορά στη ΔΕΗ είναι μια εταιρεία που χρωστά παντού και της χρωστούν οι πάντες, που βρίσκεται μόλις τρεις βαθμίδες πάνω από την χρεοκοπία, σύμφωνα με τον οίκο αξιολόγησης S&P, που οι τράπεζες για να την αναχρηματοδοτήσουν, απαίτησαν το πολύ ακριβό επιτόκιο 5,8%, ενώ ουδείς πιστεύει ότι μπορεί να γεμίσει το ταμείο της με έσοδα από τις λιγνιτικές μονάδες.
Αλγεινή επίσης εντύπωση προκάλεσε ότι κατά την προ ημερών ομιλία του για τα εγκαίνια του νέου υδροηλεκτρικού σταθμού της ΔΕΗ στην Αγυιά Χανίων, ο επικεφαλής της Μ. Παναγιωτάκης, έφτασε να μνημονεύσει μέχρι και τον... Ελευθέριο Βενιζέλος, ωστόσο δεν είπε κουβέντα για την ταμπακιέρα. Δηλαδή για τους όρους διάσωσης που προβλέπει το σχέδιο της McKinsey, του συμβούλου που η ίδια η ΔΕΗ προσέλαβε για να της εκπονήσει το πλάνο της επόμενης πενταετίας, και το οποίο μιλά ούτε λίγο ούτε πολύ για την ανάγκη αποχώρησης 6.000 εργαζομένων, του μισού από το σημερινό της προσωπικό.
Στην ουσία η αγορά βλέπει ότι τα όσα φέρεται να εισηγείται η έκθεση, προκειμένου η ΔΕΗ να αυξήσει τη κερδοφορία της και να καταστεί κάποια ημέρα βιώσιμη, έχουν μηδαμινές πιθανότητες να εφαρμοστούν. Οι άνθρωποι δηλαδή του χρήματος βλέπουν στη ΔΕΗ μια ωρολογιακή βόμβα διασποράς για όλη την οικονομία, και αυτό ακριβώς εξηγεί και τα πανάκριβα επιτόκια με τα οποία τη δανείζουν οι τράπεζες.
Και η κυβέρνηση γνωρίζει ότι η ΔΕΗ δεν είναι βιώσιμη επιχείρηση. Απλά προσποιείται ότι είναι, και ελπίζει απλά να μη σκάσει στα χέρια της. Επειδή ξέρει ότι η διάσωσή της συνεπάγεται μέτρα που θα προκαλέσουν πολιτικούς τριγμούς, πολύ πιο βίαιους από τη πώληση μερικών παλαιών λιγνιτικών μονάδων με μικρή διάρκεια ζωής.
Κυρίως όμως αυτό που αποτιμάται στο χρηματιστηριακό ταμπλό είναι ότι όσες οικονομικές ενέσεις και αν της έχει μέχρι σήμερα παράσχει η κυβέρνηση, ουδείς επενδυτής έχει πειστεί ότι η ΔΕΗ έχει βρει το αφήγημα για την επόμενη ημέρα: Το πως θα μειώσει το βουνό από τις ληξιπρόθεσμες οφειλές ύψους κοντά στα 2,4 δισ ευρώ, πως θα αυξήσει το τζίρο της, πως θα κατεβάσει εργατικό της κόστος, πως θα διαχειρισθεί τα χρέη προς τις τράπεζες. Ξέρει καλά η αγορά ότι η στροφή στη πράσινη ενέργεια, στο υγροποιημένο φυσικό αέριο και στην παροχή ενεργειακών υπηρεσιών, στα οποία έχει αναφερθεί κατ'' επανάληψη ο επικεφαλής της Μ. Παναγιωτάκης, δεν πρόκειται να φέρουν αποτελέσματα από τη μια ημέρα στην άλλη.
Το χειρότερο όμως είναι ότι δεν εμπιστεύεται τη ΔΕΗ ακόμη και όταν όλες οι συνταγές σωτηρίας περιγράφουν μια εταιρεία δεμένη σε ένα δικό της Μνημόνιο για πάρα πολλά χρόνια, ένα μηχανισμό ενισχυμένης εποπτείας, ανάλογο με αυτόν της Ελλάδας, μετά το τέλος του προγράμματος. Διότι το ερώτημα είναι αν υπάρχει κάποιος να τα εφαρμόσει όλ'' αυτά.
Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι η τελευταία φορά που η ΔΕΗ είδε το χρώμα των αγορών ήταν η 30η Απριλίου 2014, όταν και είχε καταφέρει να αντλήσει 700 εκατ. ευρώ, με επιτόκια 4,5% και 5,5%, επίπεδα δυσεύρετα για την εποχή, γι' αυτό και προσέλκυσαν τόσο μεγάλο επενδυτικό ενδιαφέρον. Σήμερα βρισκόμαστε περίπου σε μια παρόμοια φάση με το 2014, αλλά η ΔΕΗ δεν μπορεί να βγει στις αγορές. Τόσο επειδή αυξάνονται τα επιτόκια, όσο και επειδή θα διακινδύνευε να πετύχει κόστος χρήματος ακριβότερο από εκείνο προ τετραετίας. Στην τελευταία της αξιολόγηση, η S&P την βαθμολόγησε με CCC, δηλαδή 8 βαθμίδες κάτω από το όριο για να βγει από την κατηγορία junk, και φυσικά χαμηλότερα από το Ελληνικό Δημόσιο. Σημειωτέον ότι το CCC σημαίνει επίσης "Extremely Speculative", δηλαδή 3 βαθμίδες πάνω από τη χρεοκοπία.
Αν υπάρχει κάτι θετικό είναι ότι η κατάσταση της ΔΕΗ αφήνει περιθώρια στον ανταγωνισμό για να καλύψει το κενό και να προχωρήσει σε επενδύσεις στην ενέργεια, που τόσο ανάγκη έχει η χώρα, τόσο σε νέες μονάδες, όσο και σε υποδομές.