Εντυπωσιακή μείωση των δημοσίων υπαλλήλων μέσα σε επτά χρόνια (2009-2016) καταγράφει ο ΣΕΒ καθώς " από 1 εκατ. περίπου εργαζόμενους το 2009 βρισκόμαστε στους 770 χιλ. σήμερα", όπως αναφέρεται στο εβδομαδιαίο δελτίο του ΣΕΒ.
Επίσης, σημειώνεται πως "υπάρχει σημαντικός αριθμός ώριμων αποκρατικοποιήσεων που έχουν τη δυνατότητα να συνεισφέρουν πολλά στην αύξηση της απασχόλησης αλλά και στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των επενδυτών προς τη χώρα.
Ολόκληρο το εβδομαδιαίο δελτίο του ΣΕΒ:
Η απασχόληση στον δημόσιο τομέα σε απόλυτα μεγέθη έχει μειωθεί εντυπωσιακά από 1 εκατ. περίπου εργαζόμενους το 2009 σε 770 χιλ. σήμερα, επιστρέφοντας grosso modo στα επίπεδα των αρχών της δεκαετίας του 2000. Η εξέλιξη αυτή αντανακλά τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό μέχρι το 2009 και την προσαρμογή της οικονομίας που επακολούθησε.
Βεβαίως, η δημοσιονομική επίπτωση του νοικοκυρέματος στον δημόσιο τομέα ήταν πολύ μικρότερη, λόγω της επιπρόσθετης επιβάρυνσης του προϋπολογισμού με το συνταξιοδοτικό κόστος της αποχώρησης των εργαζομένων από το δημόσιο, σε αντίθεση με τους άνω του 1 εκατ. ιδιωτικούς υπαλλήλους που είναι στην ανεργία.
Στο σύνολο της απασχόλησης είναι αξιοσημείωτο ότι το μερίδιο του δημόσιου τομέα έχει παραμείνει σχεδόν αμετάβλητο στο 21% τα τελευταία 15 χρόνια. Κυβερνήσεις έρχονται και παρέρχονται, Μνημόνια σκίζονται και ξαναγράφονται, αποκρατικοποιήσεις προωθούνται και ανατρέπονται, πολιτικά κόμματα μεγαλουργούν και ταπεινώνονται. Το σχετικό μέγεθος, όμως, του δημόσιου τομέα παραμένει αμετάβλητο.
Εν έτει 2016, από τα 770 χιλιάδες άτομα που υπηρετούν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, 111 χιλ. απασχολούνται σε οικονομικές δραστηριότητες, που κατά κανόνα επιτελούνται από ιδιωτικές επιχειρήσεις! Επίσης, 320 χιλ. απασχολούνται στους τομείς της εκπαίδευσης και της υγείας, έναντι 191 χιλ. των απασχολούμενων στον ιδιωτικό τομέα στους κλάδους αυτούς.
Τα μεγέθη αυτά συνηγορούν στην άποψη ότι τα περιθώρια αποκρατικοποίησης είναι ακόμη μεγάλα, κυρίως μέσω εξωτερικής ανάθεσης υπηρεσιών στον ιδιωτικό τομέα ή και απόσυρσης δημοσίου, από οικονομικές δραστηριότητες, όπου δεν εξυπηρετούνται λόγοι δημοσίου συμφέροντος ή σκοπιμότητας. Και εδώ βρίσκεται μέρος της παθογένειας της ελληνικής οικονομίας, καθώς ανθρώπινοι πόροι παραμένουν εγκλωβισμένοι σε ένα, χαμηλής παραγωγικότητας, δημόσιο τομέα, που απαιτεί τη συνεχή αφαίμαξη εισοδημάτων από τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, μέσω της φορολογίας, για τη λειτουργία του.
Το αποτέλεσμα είναι η αντίστοιχη καθήλωση του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας σε ένα παραγωγικό μοντέλο κλάδων χαμηλής, κατά κανόνα, προστιθέμενης αξίας και τεχνολογικής πολυπλοκότητας, καθώς ένα μεγάλο μέρος του λειτουργικού πλεονάσματος του ιδιωτικού τομέα, αντί να επενδύεται, καταναλώνεται στην πληρωμή μισθών σε δημόσιους υπαλλήλους.
Ο δημόσιος τομέας έχει ουσιαστικό ρόλο να παίξει στην παιδεία, στην υγεία, στην κοινωνική προστασία, στη δικαιοσύνη, στην άμυνα, κ.λπ. Στο πλαίσιο αυτό, η προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων/αποκρατικοποιήσεων, όπως και η ανασυγκρότηση του δημόσιου τομέα μέσω βελτίωσης της αποδοτικότητας με συνακόλουθη μείωση της ακραίας φορολογικής επιβάρυνσης των συνεπών φορολογουμένων, αποτελεί προτεραιότητα.
Αντ' αυτού, όμως, παρά την ήδη επιχειρούμενη προς την σωστή κατεύθυνση νομοθετική πρωτοβουλία, διαιωνίζονται λανθασμένες πρακτικές στη λειτουργία του δημοσίου (προσλήψεις, επιλογή προσώπων, διαγωνισμοί, κ.λπ). Προωθούνται, παράλληλα, ταμειακού τύπου μεταρρυθμίσεις για το ασφαλιστικό σύστημα.
Εν προκειμένω, η συνεπαγόμενη φορολογική επιβάρυνση απειλεί να εξοντώσει κάθε τι ζωντανό στην ιδιωτική οικονομία, προκειμένου να διατηρηθούν τα προνόμια σε ένα αναξιόπιστο ασφαλιστικό σύστημα που ενθαρρύνει την αδήλωτη εργασία, επιβραβεύει τους μπαταχτσήδες και αδικεί όσους δούλεψαν μια ζωή, έζησαν μετρημένα, πλήρωναν τις (υψηλές) εισφορές στα ασφαλιστικά ταμεία τους, και νόμιζαν ότι έβαλαν λεφτά στην άκρη.
Η επιλογή των αποκρατικοποιήσεων που θα προωθηθούν, κατά προτεραιότητα, δεν πρέπει να γίνεται με εισπρακτικό κριτήριο, αλλά με γνώμονα τη δυνητική επίπτωση που μπορεί να έχει η αποκρατικοποίηση μαζί με την εδραίωση της αποτελεσματικής διαχείρισης και ανταγωνιστικής λειτουργίας της αγοράς στην απασχόληση.
Υπάρχει σημαντικός αριθμός ώριμων αποκρατικοποιήσεων που έχουν τη δυνατότητα να συνεισφέρουν πολλά στην αύξηση της απασχόλησης αλλά και στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των επενδυτών προς τη χώρα. Η ολοκλήρωση χθες της διαδικασίας για την παραχώρηση του 67% του ΟΛΠ στην Cosco σε τιμή €22 ανά μετοχή (premium 57% σε σχέση με την χθεσινή τιμή κλεισίματος στο Χρηματιστήριο Αθηνών) είναι μία καλή αρχή.