Τα δεδομένα αλλάζουν με ιλιγγιώδη ρυθμό και η πραγματικότητα αποδεικνύεται πολύ χειρότερη από τις εκτιμήσεις με αποτέλεσμα οι νέες προβλέψεις των επενδυτικών οίκων για τα παγκόσμια χρηματιστήρια να κρύβουν ένα κακό και ένα… πολύ κακό νέο. Το ας το πούμε λιγότερο κακό νέο είναι ότι η πτώση των μετοχών - η οποία κάποια στιγμή θα πρέπει να σταματήσει - θα διαρκέσει έως περίπου τα μέσα του 2023 και όχι μέχρι το τέλος του 2022, όπως αναμενόταν μέχρι πρότινος. Το πολύ κακό νέο είναι ότι ακόμη και αν ξεκινήσει μια νέα ανοδική πορεία, αυτή δεν θα μοιάζει σε τίποτα με τα παχυλά κέρδη του παρελθόντος και θα προσομοιάζει περισσότερο σε τέλμα.
Γι’ αυτό οι αναλυτές προετοιμάζουν τους επενδυτές για μία διετία - περίπου έως το τέλος του 2024 - στην οποία οι παγκόσμιες μετοχές εμφανίζουν περιθώρια πτώσης 12% και ανόδου της τάξης του 15%. Μία «μαύρη» θα λέγαμε διετία, αν λάβουμε υπόψη τα κέρδη της περασμένης δεκαετίας αλλά και τη μεγάλη διόρθωση του 2022 που οδήγησε όλους τους δείκτες σε bear market.
Πρόσφατα ήταν η Goldman Sachs που αναθεώρησε επί τα χείρω τις προβλέψεις για τον S&P 500, τον δείκτη που θεωρείται ότι δείχνει την τάση των παγκόσμιων αγορών. Χθες, ήταν η σειρά της Capital Economics να μας ενημερώσει ότι με τη Fed να παραμένει «hawkish», που σημαίνει ότι θα συνεχίσει τις αυξήσεις επιτοκίων, και τις μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου να αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα, οι επιδόσεις των μετοχών παγκοσμίως θα είναι ισχνές με τον S&P 500 να υποχωρεί τελικά περισσότερο από το αναμενόμενο.
Σύμφωνα με τον βρετανικό οίκο, ο πάτος για τον κορυφαίο χρηματιστηριακό δείκτη δεν θα είναι στις 3.600 μονάδες στο τέλος του 2022 αλλά γύρω στις 3.200 μονάδες προς τα μέσα του 2023. Με δεδομένο ότι ο S&P 500 έκλεισε την Παρασκευή στις 3.639 μονάδες, αναμένεται να υποχωρήσει περαιτέρω κατά 12% έως το ερχόμενο καλοκαίρι. Αν επιβεβαιωθεί η συγκεκριμένη πρόβλεψη, θα έχει καταγράψει απώλειες άνω του 30% από το ιστορικό του υψηλό στην πρώτη συνεδρίαση του 2022.
Η ανάκαμψη θα έρθει, αλλά όπως σημειώνει η Capital Economics, εξαιτίας της επιδείνωσης των συνθηκών και των χειρότερων προοπτικών για την οικονομία, δεν θα είναι εντυπωσιακή. Οι νέες προβλέψεις του οίκου κάνουν λόγο για άνοδο του S&P 500 στις 4.000 μονάδες στο τέλος του 20023 και στις 4.200 μονάδες στο τέλος του 2024, με κέρδη 10% και 15% αντίστοιχα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι υποβαθμισμένες αυτές προβλέψεις βασίζονται στο σενάριο που θέλει τουλάχιστον την οικονομία των ΗΠΑ να μη βιώνει μία βαθιά ή παρατεταμένη ύφεση που συνεπάγεται ότι τα εταιρικά κέρδη δεν θα μειωθούν υπερβολικά. Ακόμη όμως και αν η οικονομική συρρίκνωση είναι σχετικά ήπια και τα κέρδη δεν υποχωρήσουν πάρα πολύ, τα χρηματιστήρια θα δυσκολευτούν να ανακάμψουν διότι οι προσδοκίες για τα εταιρικά κέρδη είναι ιδιαίτερα υψηλές.
Η Capital Economics υπενθυμίζει ότι κάτι τέτοιο συνέβη και στην ύφεση στις αρχές του 2000 όταν οι προσδοκίες για τα εταιρικά κέρδη είχαν ενισχυθεί απότομα πριν την ύφεση, καταλήγοντας να υποχωρήσουν πολύ, επηρεάζοντας την απόδοση της αγοράς. Στο τέλος οι εν λόγω προσδοκιών υποβαθμίστηκαν περισσότερο και από την ύφεση στις αρχές της δεκαετίας του ’90, παρά το γεγονός ότι η ύφεση του 2000 ήταν πολύ πιο ήπια.
Πριν δύο εβδομάδες η Goldman Sachs υποβάθμισε τον στόχο για τον S&P 500 στις 3.600 μονάδες, από 4.300 μονάδες προηγουμένως, επικαλούμενη την επιδείνωση των προοπτικών και την ταχύτερη και μεγαλύτερη αύξηση των επιτοκίων με τη Fed να προβλέπεται ότι θα φτάσει έως το 4,5%-4,75%. Στο σενάριο μιας πιο βαθιάς ύφεσης, η Goldman βλέπει τον S&P 500 στις 3.150 μονάδες, χαμηλότερα και από την πρόβλεψη της Capital Economics.