Του Προκόπη Χατζηνικολάου
Χαλί για περαιτέρω αύξηση των φόρων αντί της μείωσης των δαπανών στο δημόσιο στρώνει η κυβέρνηση. Και για όσους είχαν την παραμικρή αμφιβολία επί των στρατηγικών επιλογών της στην οικονομία, φρόντισε να τις ξεδιαλύνει χθες ο υπουργός Ανάπτυξης Δημήτρης Παπαδημητρίου, ο οποίος όχι μόνο επιβεβαίωσε ότι η κυβέρνηση συζητά το κούρεμα του αφορολόγητου ορίου για να αυξήσει τα δημόσια έσοδα, αλλά και ότι θα αντισταθεί σθεναρά σε κάθε πρόταση μείωσης των φορολογικών συντελεστών στις επιχειρήσεις, και περικοπής δαπανών από το Δημόσιο.
Αν εντός των επόμενων ημερών πληροφορηθούμε επισήμως και την αύξηση του «μεσαίου» φορολογικού συντελεστή ΦΠΑ από το 13% στο 14%, ας μην αναρωτηθούμε αν ήταν η κυβέρνηση ή οι δανειστές η πλευρά που έκανε την εισήγηση…
Το οικονομικό επιτελείο που κρατά τις τύχες της οικονομίας στα χέρια του έχει εκδώσει το πόρισμά του. Ανάπτυξη μπορεί να έρθει μόνο με την «προστασία» των δαπανών του δημοσίου και τη χρηματοδότησή των εξόδων του από τον ιδιωτικό τομέα και όχι από την τόνωση της επιχειρηματικής δραστηριότητας με χαμηλότερους φόρους και εισφορές.
Τα επιχειρήματα του υπουργού Ανάπτυξης για τους λόγους που δεν πρέπει να μειωθούν οι φόροι στην Ελλάδα είναι μια πραγματική κεραμίδα στο κεφάλι των επιχειρήσεων και των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα που επιβαρύνονται κάθε φορά όλο και περισσότερο.
Χθες ο Δημήτρης Παπαδημητρίου υποστήριξε ούτε λίγο ούτε πολύ ότι αν μειωθούν οι φόροι, οι επιχειρήσεις θα «φάνε τα λεφτά» και δεν θα τα επενδύσουν!
Σε άρθρο του στο Αθηναϊκό Πρακτορείο έγραψε πως «σε περιόδους παρατεταμένης ύφεσης και στέρησης της χρηματοδότησης της οικονομίας, όπως συμβαίνει στην Ελλάδα, το όποιο όφελος προκύψει για τις επιχειρήσεις από τη φορολογία διοχετεύεται στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου ή στη διανομή αυξημένου μερίσματος και όχι σε νέες επενδύσεις».
Άρα το συμπέρασμα είναι πως οι καπιταλιστές στην Ελλάδα περιμένουν πώς και πώς μια μείωση στους φόρους για να γεμίσουν τα πορτοφόλια τους και όχι για να επιβιώσουν ή να μεγαλώσουν και να προσλάβουν προσωπικό, οπότε είναι προτιμότερο να τους υπερφορολογεί το κράτος για να τους προστατεύει από τον κακό τους εαυτό.
Αλλά δεν έμεινε μόνο σε αυτό. Στην προσπάθειά του να αποδομήσει την άποψη της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης ότι η μείωση των φόρων λειτουργεί ενισχυτικά στην ανάπτυξη, υποστήριξε ότι είναι παραπλανητική και στην πραγματικότητα η μείωση των φορολογικών συντελεστών θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη ύφεση.
Γιατί; Επειδή όσο η Ελλάδα βρίσκεται στο μνημόνιο και πρέπει να επιτυγχάνει συγκεκριμένους δημοσιονομικούς στόχους, θα πρέπει να βρίσκει ισοδύναμα για να καλύπτει τις απώλειες εσόδων.
Κι εδώ ερχόμαστε στο «ζουμί» που αφορά στο μείγμα της πολιτικής. Η κυβέρνηση δεν θέλει να ακούει ούτε κουβέντα για μειώσεις στους φόρους γιατί θα πρέπει να βρει να κόψει αντίστοιχες δαπάνες.
«Οποιαδήποτε απώλεια εσόδων προκύψει από τη μείωση των φορολογικών συντελεστών (και σύμφωνα με εκτιμήσεις θα είναι σχεδόν 1,5 δισεκατομμύρια ευρώ, αν ο συντελεστής μειωθεί στο 15% από το 29%), θα πρέπει να καλυφθεί από αντίστοιχη περικοπή των δαπανών» λέει ο Δ. Παπαδημητρίου στο άρθρο του. Αυτό με τη σειρά του θα προκαλέσει ύφεση επειδή κάθε μείωση των δαπανών έχει διπλάσια αρνητική επίπτωση στην ανάπτυξη από τη θετική επίπτωση που μπορεί να έχει η μείωση των φορολογικών συντελεστών.
Μολονότι η θέση αυτή των ισοδύναμων απηχεί μια πολύ μεγάλη αλήθεια για την οποία ούτε η Ν.Δ που ευαγγελίζεται μειώσεις φόρων έχει δώσει σαφείς απαντήσεις, αντικατοπτρίζει παράλληλα μια ριζικά διαφορετική προσέγγιση οικονομικής πολιτικής. Μια προσέγγιση που αναγορεύει το Δημόσιο και τις δαπάνες του σε «ιερή αγελάδα» της ανάπτυξης την οποία δεν επιτρέπεται να πειράξει κανείς υπό το φόβο ότι θα προκαλέσει μεγαλύτερη ζημιά στην οικονομία.
Ο υπουργός Οικονομίας στηρίζει την ανάλυση στους δημοσιονομικούς πολλαπλασιαστές. Αναφέρει μάλιστα ότι σε περιόδους ύφεσης οι πολλαπλασιαστές είναι μεγαλύτεροι (οπότε έχει σημασία για την επίπτωση στο ΑΕΠ αν η δημοσιονομική προσαρμογή γίνεται από την πλευρά των δαπανών ή την πλευρά των φόρων), ενώ και η αποτελεσματικότητα της μείωσης των φορολογικών συντελεστών είναι αμφισβητήσιμη.
Βέβαια, αυτό που ξεχνά ο υπουργός είναι τα βάρη που δημιουργήθηκαν από την κυβέρνηση στην οποία μετέχει και τα οποία ξεπερνούν τα 14 δισ. ευρώ. Το ποσό αυτό ήρθε να προστεθεί στα 60 δισ. ευρώ που είχαν λάβει οι προηγούμενες κυβερνήσεις. Δηλαδή στο ήδη βεβαρημένο φορολογικά περιβάλλον και το ένα ευρώ επιπλέον δρα πολλαπλασιαστικά για επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
Και αυτοί πολλαπλασιαστές είναι που διογκώνουν τα βάρη, κλείνουν επιχειρήσεις, δημιουργούν χρέη, κόκκινα δάνεια και ανέργους.