Αν ρωτήσει κανείς τους πολίτες για την άποψη που έχουν για τις τράπεζες, θα δεχθεί μάλλον αρνητικές απαντήσεις. Θα ακούσει για τη μείωση των υποκαταστημάτων και τη συρρίκνωση του δικτύου, για τα κόκκινα δάνεια και τους πλειστηριασμούς, για τις υψηλές προμήθειες, για τη δυσκολία των δανειακών χορηγήσεων, για το βαρύ και πολλές φορές «ένοχο» παρελθόν του τραπεζικού συστήματος, καθώς και για τις «ζημίες» που έχουν προκληθεί τα τελευταία χρόνια στα χαρτοφυλάκια που είχαν επενδύσει σε τραπεζικές μετοχές. Αυτή η διάχυτη αρνητική αίσθηση, έχει οδηγήσει τους εγχώριους επενδυτές, είτε στην αποχή από τις τραπεζικές μετοχές, είτε στη ρευστοποίηση των θέσεων τους.
Έτσι παρατηρούμε, ότι για μια ακόμα φορά το θυμικό υπερνικά τη λογική. Ότι η αρνητική αντίληψη για τα τραπεζικά τεκταινόμενα, αποτρέπει τους επενδυτές, από το να αντικρίσουν το νέο τραπεζικό τοπίο και τις ευκαιρίες που ανοίγονται για τους μετόχους τους.
Το ράλι του +29%, που έχει καταγράψει ο Χρηματιστηριακός Τραπεζικός Δείκτης από το κλείσιμο της 31ης Δεκεμβρίου 2021 μέχρι σήμερα, έχει περάσει στα ψιλά γράμματα των περισσότερων χρηματιστηριακών στηλών, που εξακολουθούν να εμβαπτίζονται στο ζοφερό παρελθόν και να υποπτεύονται το μέλλον.
Ωστόσο, επενδυτικές δυνάμεις από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού Ωκεανού, ενισχύουν με υπομονετικό και μεθοδικό τρόπο την έκθεση τους στις τραπεζικές μετοχές, σε συνέχεια της συμμετοχής τους στις προηγηθείσες αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου και τα εκδοθέντα ομολογιακά δάνεια. Σε αντίθεση με την εγχώρια επενδυτική κοινότητα, που διακατέχεται από ενστάσεις και αμφιβολίες, που ως ένα σημείο μπορεί να είναι δικαιολογημένες, τα ξένα funds, διαπιστώνουν κάποια νέα δεδομένα, που καθιστούν το τραπεζικό σύστημα, ελκυστικό στα μάτια τους.
Και ίσως να είναι η πρώτη φορά, που οι σημαντικότεροι αμερικανικοί επενδυτικοί οίκοι, εμφανίζονται θετικοί για την πορεία των μεγεθών των τραπεζών και για την πορεία των μετοχών τους. Όλα αυτά περιγράφονται στις θετικές εκθέσεις από τη Citi, τη JPMorgan Chase, την Goldman Sachs και τη Morgan Stanley, δηλαδή από το βαρύ πυροβολικό των χρηματιστηρίων της Νέας Υόρκης.
Πού εστιάζεται το ενδιαφέρον των επενδυτικών οίκων;
Στην υποχώρηση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων σε μονοψήφια ποσοστά, που δεν απέχουν αισθητά από τα μέσα ποσοστά της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της περιοχής που τα Αμερικανικά funds ονομάζουν σαν CEEMEA (Central and Eastern Europe Middle East & Africa), που καλύπτει έναν ευρύτερο οικονομικό και γεωγραφικό χώρο.
Στην απόδοση των ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών, που οφείλεται στη μείωση του οργανικού κόστους και την αύξηση των εξυπηρετούμενων δανείων.
Στις χαμηλές αποτιμήσεις με όρους λογιστικής αξίας (P/TBV), που βρίσκονται αισθητά χαμηλότερα από το μέσο ευρωπαϊκό όρο. Στο 0,6 έναντι του ευρωπαϊκού 0,9.
Στην αύξηση των καθαρών εσόδων από 5% έως και 10%, λόγω της πολιτικής ανόδου των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Στη δρομολόγηση της καταβολής μερισμάτων, μετά από πολλά έτη στείρων ισολογισμών.
Και που καταλήγουν οι εκθέσεις των επενδυτικών οίκων;
Ως γνωστόν οι εκθέσεις καταλήγουν στην υιοθέτηση κάποιων τιμών – στόχων που αποτελούν και τον μπούσουλα των πελατών τους.
Για τη μετοχή της Εθνικής Τράπεζας οι στόχοι προσεγγίζουν τα 4, ακόμα και τα 4,8 ευρώ.
Για τη μετοχή της Eurobank, οι στόχοι βρίσκονται ανάμεσα στα 1,24 και στα 1,4 ευρώ.
Για τη μετοχή της Alpha Bank, οι τιμές στόχοι έχουν τεθεί ανάμεσα στα 1,60 έως 1,68 ευρώ.
Και για τη μετοχή της Τράπεζας Πειραιώς, οι στόχοι βρίσκονται ανάμεσα στα 1,70 και 1,72 ευρώ.
Από τα διαθέσιμα στοιχεία του Χρηματιστηρίου Αθηνών φαίνεται, ότι καθ’ όλη τη διάρκεια του 2021 οι εγχώριοι ιδιώτες επενδυτές, ρευστοποιούσαν τις θέσεις τους στις μετοχές. Το ύψος των συνολικών πωλήσεων είχε υπερβεί τα 385 εκατ. ευρώ. Και η τακτική αυτή συνεχίζεται και κατά τη διάρκεια των χρηματιστηριακών συνεδριάσεων του 2022.
Είναι φανερό ότι η εγχώρια επενδυτική κοινότητα, αδυνατεί να κατανοήσει αυτό που συμβαίνει. Αρνείται να πιστέψει στη χρηματιστηριακή άνοδο. Ίσως, και να αρνείται να αντιληφθεί το γεγονός ότι η Ελληνική Οικονομία έχει γυρίσει σελίδα.
Οπότε δεν είναι καθόλου απίθανο μετά από λίγο καιρό, όταν συνειδητοποιήσει το τι ακριβώς συμβαίνει, να αναφωνήσει το κλασσικό «μας πήραν τα χαρτιά, πατριώτη», την ίδια στιγμή που οι τραπεζικές μετοχές θα αναπαύονται στα φιλόξενα χαρτοφυλάκια των θεσμικών και ιδιωτών πελατών της Citi, της JPMorgan Chase, της Goldman Sachs και της Morgan Stanley.