Δύο πρόσφατα στοιχεία για τον προϋπολογισμό των ΗΠΑ αποτελούν σκληρή υπενθύμιση της επικίνδυνης κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει η δημοσιονομική πολιτική, αναφέρει ο Martin Feldstein, καθηγητής του πανεπιστημίου Harvard και πρώην πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Συμβούλων του αμερικανού προέδρου Ronald Reagan, σε άρθρο του στο Project Syndicate.
Όπως αναφέρει, σύμφωνα με στοιχεία που δημοσίευσε το Γραφείο Διαχείρισης και Προϋπολογισμού του προέδρου Barack Obama, το έλλειμμα των ΗΠΑ για το τρέχον οικονομικό έτος θα διαμορφωθεί περίπου στα 600 δισ. δολάρια, αυξημένο κατά 162 δισ. δολάρια σε σχέση με το 2015 και πρόκειται για μια αύξηση άνω του 35%. Επίσης, το μακροπρόθεσμο outlook του προϋπολογισμού προβλέπει ότι, χωρίς καμία αλλαγή στη δημοσιονομική πολιτική, το δημόσιο χρέος θα αυξηθεί από το 75% του ΑΕΠ στο 86% σε μια δεκαετία από τώρα, ενώ στη συνέχεια θα αγγίξει επίπεδα ρεκόρ στο 141% το 2046, κοντά στα επίπεδα της Ιταλίας, της Πορτογαλίας και της Ελλάδας.
Παρά το γεγονός ότι η αναλογία χρέους των ΗΠΑ προς το ΑΕΠ διπλασιάστηκε την τελευταία δεκαετία, η κυβέρνηση Obama και το Κογκρέσο αγνόησε το πρόβλημα, εστιάζοντας αντ ''αυτού στην μείωση του ετήσιου ελλείμματος από το 2012 και τη σχετική σταθερότητα του ελλείμματος ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Ωστόσο, η μακροπρόθεσμη αύξηση των ετήσιων ελλειμμάτων - λόγω της γήρανσης του πληθυσμού, της αλλαγής της ιατρικής τεχνολογίας, της αύξησης των επιτοκίων - και η προκύπτουσα αύξηση του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ ήταν αναπόφευκτες (και σαφώς είχαν προβλεφθεί από το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου και άλλους).
Ο αντισυμβατικός χαρακτήρας της νομισματικής πολιτικής της Fed μείωσε το κόστος των καθαρών τόκων του ομοσπονδιακού χρέους σε μόλις 1,4% του ΑΕΠ, παρά την αύξηση του χρέους. Καθώς όμως τα επιτόκια ομαλοποιούνται και το χρέος αυξάνεται, το κόστος εξυπηρέτησης των τόκων για το δημόσιο χρέος προβλέπεται να αυξηθεί στο 5,8% του ΑΕΠ.
Ο καθηγητής σημειώνει πως το γεγονός ότι περισσότερο από το μισό του δημόσιου χρέους των ΗΠΑ ανήκει πλέον σε ξένους επενδυτές μπορεί να κάνει το επιτόκια ακόμη πιο “ευαίσθητα” σε σχέση με το μέγεθος του χρέους. Οι ξένοι επενδυτές ενδεχομένως να φοβούνται ότι η κυβέρνηση θα υιοθετήσει πολιτικές που μειώνουν την πραγματική αξία των τίτλων τους. Παρότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ ποτέ δε θα κήρυττε χρεοκοπία, θα μπορούσε να υιοθετήσει πολιτικές, όπως την αφαίρεση του φόρου εισοδήματος επί των τόκων, κάτι που θα αποτελούσε μειονέκτημα για τους ξένους κατόχους τίτλων και θα μείωνε την αξία των ομολόγων. Επιπλέον, οι ξένοι επενδυτές ίσως φοβούνται ότι τα πολύ υψηλά επίπεδα χρέους θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε πληθωριστική νομισματική πολιτική, η οποία θα οδηγούσε σε υποτίμηση το δολάριο και θα μείωνε την πραγματική αξία των ομολόγων τους.
Το θετικό σημείο σ'' αυτή τη ζοφερή εικόνα, αναφέρει ο Martin Feldstein, είναι ό,τι δε θέλει και πολλά για να μειωθεί το έλλειμμα για να αποφευχθεί η αύξηση χρέους ή ακόμα και να επανέλθει στα επίπεδα μιας δεκαετίας πριν. Η μείωση του ετήσιου ελλείμματος κατά 1,7% του ΑΕΠ είτε μειώνοντας τις δαπάνες ή αυξάνοντας τα έσοδα, αν ξεκινήσει το 2017, θα αποτρέψει μια αύξηση. Επίσης, μειώνοντας το έλλειμμα κατά 3% το χρόνο θα ανέστρεφε την προβλεπόμενη πορεία του χρέους και θα την επανέφερε στα επίπεδα προ ύφεσης.
Μιλώντας για τους υποψήφιους προέδρους, ανέφερε πως κανείς δεν έχει συγκεκριμένο σχέδιο για να ανατρέψει την πορεία του δημόσιου χρέους, ωστόσο πως πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα για όποιον αναλάβει την εξουσία.