Τα κλειδιά των ακινήτων, τα οποία αποκτήθηκαν ή είναι συνδεδεμένα με ενυπόθηκα «κόκκινα» δάνεια, θα μπορούν να παραδώσουν εθελοντικά στις τράπεζες όσοι δανειολήπτες βρίσκονται αντιμέτωποι με τον πλειστηριασμό, πετυχαίνοντας, ωστόσο, συγκριτικά καλύτερη διευθέτηση του υπόλοιπου της οφειλής ή και διαγραφή της.
Η συγκεκριμένη λύση (amicable solution), που, όπως σημειώνουν τραπεζικά στελέχη στον "Ελεύθερο Τύπο", εφαρμόζεται κατά κόρον στο εξωτερικό -σε χώρες όπως η Ισπανία ή η Ιρλανδία- θα δοκιμαστεί τους προσεχείς μήνες και στην Ελλάδα και συγκεκριμένα το τελευταίο τρίμηνο του 2017. Κι αυτό γιατί οι μεσομακροπρόθεσμες λύσεις, που προέκριναν μέχρι σήμερα οι τράπεζες, όπως η μη πληρωμή τόκων ή η παράταση της διάρκειας αποπληρωμής του δανείου, ρύθμισαν ένα ικανοποιητικό μέρος του «κόκκινου» χαρτοφυλακίου, χωρίς, ωστόσο, να εξαλείψουν το πρόβλημα.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις τραπεζιτών, άλλωστε, μόνο τους πρώτους έξι μήνες του έτους τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα «στόκαραν» περί τα 2,5 δισ. ευρώ νέα «κόκκινα» δάνεια, γεγονός, που απειλεί τους στόχους τους, έτσι όπως αυτοί έχουν τεθεί σε συνεργασία με τον SSM.
Ειδικότερα, ο προγραμματισμός είναι τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα να υποχωρήσουν κατά 7,6 δισ. ευρώ φέτος, κατά 15 δισ. ευρώ το 2018 και κατά 17 δισ. ευρώ το 2019.
«Στο εξωτερικό οι συναινετικές λύσεις υπερέχουν των πλειστηριασμών. Οι τράπεζες, δηλαδή, προσεγγίζουν τους πελάτες, για τους οποίους ήδη έχει εκδοθεί διαταγή πληρωμής και τους προτείνουν την εθελοντική παράδοση ακινήτου», επισημαίνει στον Ελεύθερο Τύπο της Κυριακής υψηλόβαθμος τραπεζικός παράγοντας, προσθέτοντας πως η συγκεκριμένη λύση δεν μπορεί -τουλάχιστον για την ώρα- να εφαρμοστεί μαζικά στην Ελλάδα, αφού θα προκαλούσε κατάρρευση της ήδη ταλαιπωρημένης εγχώριας κτηματαγοράς.
Τα οφέλη
Μεταξύ του πλειστηριασμού και της εθελοντικής παράδοσης του ακινήτου οι δανειολήπτες καλούνται να επιλέξουν… το μη χείρον βέλτιστον. «Η λύση της εθελοντικής παράδοσης ενέχει διπλό όφελος: αφενός η αξία του ακινήτου -μετά τον επανυπολογισμό από πλευράς της τράπεζας- θα είναι μεγαλύτερη από την τιμή που θα πετύχαινε στον πλειστηριασμό και αφετέρου, το υπόλοιπο της οφειλής είτε θα κουρεύεται/ρυθμίζεται είτε θα διαγράφεται, λαμβάνοντας υπόψη και τις προβλέψεις του εκάστοτε χρηματοπιστωτικού ιδρύματος», εξηγεί στον «Ε.Τ.» της Κυριακής ο ίδιος τραπεζικός παράγοντας.
«Οι χαμηλές εμπορικές αξίες των ακινήτων λόγω οικονομικής κρίσης και ανύπαρκτης αγοράς (μείωση 40%-70%) ορίζουν την τιμή εκκίνησης του πλειστηριασμού, στον οποίο πιθανόν να προβεί η τράπεζα. Με χαμηλή τιμή εκκίνησης και όχι πολύ υψηλότερη τιμή πλειστηριάσματος -λόγω γενικής ανέχειας- η τελική τιμή/αξία δεν θα καλύπτει την οφειλή, ώστε να εξοφληθεί αυτή, επομένως η τράπεζα θα ρευστοποιεί και άλλα περιουσιακά στοιχεία του δανειολήπτη (πιθανόν και όλη την ακίνητη περιουσία του εάν η αξία του δανείου και, επομένως, της οφειλής προς την τράπεζα είναι μεγάλη) έως την εξόφληση της οφειλής του.
Κατά συνέπεια, ο δανειολήπτης θα χάνει την περιουσία του σε πλειστηριασμούς σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, ενώ προσπάθησε μία ολόκληρη ζωή να την αποκτήσει», αναφέρει από την πλευρά της, η δικηγόρος, εξειδικευμένη σε τέτοια ζητήματα, κ. Ανδριάνα Ζαχαρίου.
Σύμφωνα με την ίδια, η λύση της εθελοντικής παράδοσης του ακινήτου θα είναι αποτελεσματική μόνο εάν η τράπεζα αναλαμβάνει τη δέσμευση ότι παύει να έχει περαιτέρω απαιτήσεις και δεν εξακολουθεί να αξιώνει από τον πιστούχο προσαυξημένο υπόλοιπο της οφειλής.
«Προς το παρόν, ο Κώδικας ρητά προτείνει τη διευθέτηση του υπόλοιπου της οφειλής από τις δύο πλευρές μετά την εθελοντική παράδοση του ακινήτου», καταλήγει.
«Οσοι δανειολήπτες επιλέξουν την επίμαχη λύση θα έχουν το κίνητρο να παραδώσουν άμεσα τα ακίνητά τους, κερδίζοντας από τη μείωση του δανεισμού τους, που θα ισούται με το ύψος της τρέχουσας εμπορικής αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου, ενώ, ταυτόχρονα, δεν θα κινδυνεύσουν άλλα περιουσιακά τους στοιχεία, πιθανόν μικρότερης αξίας και λιγότερο σημαντικά για τις τράπεζες, αλλά σημαντικά για τους ίδιους», υπογραμμίζει με τη σειρά του, ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Μεσιτών Αστικών Συμβάσεων Ελλάδος (ΟΜΑΣΕ), κ. Δημήτρης Μπινιάρης.