Του Βασίλη Γεώργα
Οι πτωχεύσεις επιχειρήσεων, η υπερβολική φορολογία και η έλλειψη χρηματοδότησης είναι τα πιο κομβικά θέματα καλείται να διαχειριστεί άμεσα η κυβέρνηση, τα κόμματα και ο επιχειρηματικός κόσμος για να αποτραπεί η μετωπική σύγκρουση της οικονομίας με τον τοίχο της χρεοκοπίας και η κοινωνική έκρηξη της χύτρας που σιγοβράζει στην κοινωνία.
Οι μήνες που έρχονται προδιαγράφονται ιδιαίτερα σκληροί για την επιχειρηματικότητα και τις θέσεις εργασίας που αυτή προσφέρει, αλλά και αποτρεπτικοί για την προσέλκυση νέων επενδύσεων. Από παντού καταφτάνουν μηνύματα ότι τα νέα φορολογικά μέτρα του τρίτου μνημονίου έχουν ήδη αρχίσει να παράγουν καταστροφικά αποτελέσματα στην οικονομία, ενώ βρισκόμαστε πλέον στη συγκυρία εκείνη που μετά από πολύχρονες αναβολές στο όνομα του πολιτικού κόστους και μιας ανάπτυξης που δεν ήρθε ποτέ, οι τράπεζες ανοίγουν πλέον το Κουτί της Πανδώρας με τα κόκκινα δάνεια νοικοκυριών και επιχειρήσεων και ετοιμάζονται να προχωρήσουν σε μαζικές εκκαθαρίσεις.
Όλα δείχνουν πως μπαίνουμε σε μια μακρά περίοδο επιχειρηματικής βίας και ακραίων μεταβολών, κατά την οποία εκατοντάδες επιχειρήσεις θα βρεθούν αντιμέτωπες με την επιλογή ή την ανάγκη κατεβάσουν ρολά και χιλιάδες ελεύθεροι επαγγελματίες να κλείσουν τα βιβλία τους ή να μεταναστεύουν λόγω χρεών και φορολογικών υποχρεώσεων που δεν δύναται να εξυπηρετηθούν. Τα φορολογικά έσοδα του κράτους προσεγγίζουν πλέον το 50% του ΑΕΠ όταν στην αρχή της κρίσης και πριν αρχίσει η κατάρρευση του εθνικού προϊόντος (-26%), αντιπροσώπευαν περίπου το 37%. Έχουμε φτάσει πλέον σε εκείνο το σημείο όπου το μεγαλύτερο μέρος του πλούτου που παράγεται στη χώρα επιστρέφει στο κράτος και στους δανειστές, και δεν διαχέεται στην οικονομία.
Αν η αύξηση των ληξιπρόθεσμων συνεχιστεί και φτάσουμε σε «στάση πληρωμών» ακόμη μεγαλύτερου μέρους του ιδιωτικού τομέα τους προσεχείς μήνες, ο περιβόητος δημοσιονομικός κόφτης καραδοκεί για να καλύψει τα ελλείμματα με αναλογικές μειώσεις μισθών συντάξεων, και ακόμη περισσότερους έμμεσους φόρους.
Το πιο ανησυχητικό μήνυμα είναι πως μετά από τρία μνημόνια, επτά χρόνια ύφεσης και δεκαετίες παραγωγικής αποσάθρωσης δεν διαφαίνεται ακόμη να υπάρχει κανένα συγκροτημένο σχέδιο για την ανάπτυξη παρά μόνο αποσπασματικές κινήσεις, ενώ δεν έχει επιτευχθεί ούτε μια ελάχιστη συμφωνία επί βασικών παραμέτρων για το πώς πρέπει να κινηθούμε για να σώσουμε ό,τι σώζεται και να αρχίσουμε χτίζουμε την επόμενη μέρα.
Σποραδικές μόνο και όχι κεντρικά οργανωμένες προσπάθειες γίνονται όπως λ.χ η ταχύτερη ενεργοποίηση το ΕΣΠΑ, οι αλλαγές που φέρνει ο νέος αναπτυξιακός νόμος, η μείωση κάποιων φόρων στο φυσικό αέριο για τη βιομηχανία, ή τα σχέδια για μείωση προστίμων σε επιχειρήσεις που μπήκαν σε αναπτυξιακούς νόμους και δεν τους τήρησαν, ή κάποιες σκέψεις που υπάρχουν για κοινοτική χρηματοδοτική υποστήριξη μεταποιητικών επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν προβλήματα εξυπηρέτησης με τα δάνειά τους. Επίσης το σχέδιο για την δημιουργία ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας που έχει σταλεί στους θεσμούς ώστε κάποια στιγμή να αρχίσει να δημιουργείται μηχανισμός άντλησης και διοχέτευσης πόρων από ξένες αναπτυξιακές τράπεζες, ακούγεται όλο και λιγότερο από κυβερνητικά χείλη.
Προτάσεις έχουν πέσει στο τραπέζι αρκετές από όλες τις πλευρές, αλλά είναι εν πολλοίς αλληλοσυγκρουόμενες. Το πολιτικό σύστημα κινείται επίσης σε δύο αντίθετα άκρα με άξονα το μνημόνιο. Για παράδειγμα η κυβέρνηση από τη μια υπερασπίζεται την αύξηση των φόρων στο όνομα της «δίκαιης ανάπτυξης» και από την άλλη με τις ενέργειες της συντείνει στην εμβάθυνση της «άδικης ύφεσης». Η Αξιωματική Αντιπολίτευση από την δική της πλευρά υπόσχεται αδιακρίτως μειώσεις συντελεστών και χαμηλότερα πλεονάσματα ως φάρμακο δια πάσαν υφεσιακή νόσο, χωρίς όμως να έχει παρουσιάσει ένα συγκροτημένο αναπτυξιακό σχέδιο το οποίο θα κληθεί να εφαρμόσει όταν αναλάβει τη διακυβέρνηση.
Ακόμη τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που προέρχονται από την αγορά, δυσανασχετούν με τις πολιτικές επιλογές στα θέματα φορολόγησης των επιχειρήσεων και ζητούν διαφορετικό μείγμα: «Είναι αδιανόητο να φορολογούμε την επαγγελματική δραστηριότητα με κεφαλικό φόρο, και η φοροδιαφυγή δεν είναι δικαιολογία. Είναι έγκλημα να φορολογούμε από το πρώτο ευρώ, έστω και έναν πολίτη που ζει με εισόδημα κάτω από το όριο της φτώχειας στο όνομα της φοροδιαφυγής. Πόσο δε μάλλον όταν αυτό το κάνουμε σήμερα φορολογώντας εκατοντάδες χιλιάδες ελευθέρους επαγγελματίες από το πρώτο ευρώ που στην δραματική πλειονότητα τους δεν έχουν τα βασικά για να βγάλουν τον μήνα, στο όνομα της πάταξης της φοροδιαφυγής μερικών χιλιάδων φοροφυγάδων. Φορολογική πολιτική με ομαδικό καψόνι επειδή αυτό βολεύει το «σύστημα», δεν είναι αναδιανομή πλούτου, είναι έγκλημα κατά των αδυνάμων».
Η παραπάνω τοποθέτηση επιχειρηματία - μέλους του συντονιστικού στο Τμήμα Βιομηχανίας του ΣΥΡΙΖΑ που έγινε την περασμένη εβδομάδα σε συνέδριο για την ανασυγκρότηση της οικονομίας, προφανώς απηχεί ευρύτερες αγωνίες που έχουν σήμερα οι πανταχόθεν βαλλόμενοι επιχειρηματίες και ελεύθεροι επαγγελματίες. Το ερώτημα είναι αν το μήνυμα θα μεταδοθεί και στην κυβέρνηση.
Στο μείζον θέμα των χιλιάδων επιχειρήσεων που εξελίσσονται σε προβληματικές μέσα στην κρίση, οι βιομήχανοι ζητούν εξυγίανση και κλείσιμο των ασθενών με όρους ελεύθερης αγοράς ώστε να επωφεληθούν οι υγιείς επιχειρήσεις. Διεκδικούν επίσης επενδυτικά και φορολογικά κίνητρα που να είναι προσανατολισμένα στις μεγάλης κλίμακας επενδύσεις.
Την ίδια στιγμή, όμως, προκύπτει αδήριτη ανάγκη να υποστηριχθούν ως επί το πλείστον οι μικρές και μεσαίες εκείνες εταιρείες οι οποίες βρίσκονται ανάμεσα στη «γκρίζα» και «κόκκινη» ζώνη και αντιπροσωπεύουν πάνω από το 95% των παραγωγικών εταιρειών της χώρας και τον μεγαλύτερο αριθμό υφιστάμενων θέσεων εργασίας.
Όπως λένε φορείς της αγοράς, δεδομένης της διαπίστωσης ότι πρέπει να υλοποιηθούν επενδύσεις 80-100 δισ. ευρώ την επόμενη πενταετία για να περιοριστεί το επενδυτικό κενό της ύφεσης μετά το 2008 και να μειωθεί στο μισό η ανεργία, είναι ανάγκη να υπάρξει άμεσα ένα σχέδιο ελάχιστης αποδοχής, αφενός για το πώς θα προσελκύσει η χώρα ξένες επενδύσεις στην πραγματική οικονομία, και αφετέρου για το πώς θα ανασυγκροτηθεί η εγχώρια παραγωγή σε μια χώρα που κατά 85% εξαρτάται σήμερα από την παροχή υπηρεσιών.
Η Ελλάδα δεν είναι ούτε μπορεί να γίνει παράδεισος ώστε να περιμένουμε πολλές και μεγάλες ξένες επενδύσεις, αλλά την ίδια στιγμή έχει εξελιχθεί σε κόλαση για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της. Έχουμε ανταγωνιστικές φαρμακοβιομηχανίες, διαθέτουμε πληθώρα ναυπηγοεπισκευαστικών εταιρειών, μεταποιητικές επιχειρήσεις τροφίμων, μεταλλουργικές επιχειρήσεις και τσιμεντοβιομηχανίες οι οποίες κινδυνεύουν να αποβιώσουν είτε επειδή η φορολογία τις εξαντλεί, είτε επειδή δεν έχουμε βρει τρόπους να χρηματοδοτήσουμε υποστηρίξουμε, να αναδείξουμε και όχι να επιδοτήσουμε την εγχώρια παραγωγή.
Επίσης χωρίς έναν πτωχευτικό κώδικα που θα εκκαθαρίζει γρήγορα τα επιχειρηματικά ζόμπι αλλά θα παρέχει εύκολα και γρήγορα «δεύτερη ευκαιρία» στους έντιμους επιχειρηματίες ώστε να επιστρέψουν στην αγορά, δεν μπορεί κανείς να περιμένει ότι θα υπάρξει στο μέλλον ανάκαμψη από τις στάχτες που αφήνει πίσω της η κρίση.