Του Προκόπη Χατζηνικολάου
Επιμένει το ΔΝΤ να τηρήσει η Ελλάδα τα συμφωνηθέντα και να προχωρήσει στην περικοπή των συντάξεων αλλά και στη μείωση του αφορολόγητου ορίου. Το Ταμείο επιμένει ότι η περικοπή των συντάξεων είναι διαρθρωτικό μέτρο, όπως επίσης επιμένει ότι η ελληνική κυβέρνηση συνεχίζει να κατανέμει λανθασμένα τα ποσά του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων με αποτέλεσμα να καταγράφονται τεράστια προβλήματα σε νευραλγικούς τομείς του ελληνικού κράτους όπως η δημόσια τάξη, η δικαιοσύνη ακόμα και οι πυρκαγιές.
Είναι ενδεικτικό ότι την τελευταία διετία οι δαπάνες του ΠΔΕ για την αστυνομία, την πυροπροστασία, τα δικαστήρια και τις φυλακές ήταν μηδενικές. Αντίθετα η κυβέρνηση συνεχίζει τακτικές του παρελθόντος που οδήγησαν δυστυχώς τη χώρα στα Μνημόνια. Συγκεκριμένα το μεγαλύτερο τμήμα των κρατικών δαπανών πηγαίνει σε δρόμους, γέφυρες και τούνελ που στην Ελλάδα τους ακριβοπληρώνουμε εξαιτίας των υπερτιμολογήσεων, ενώ τεράστιο τμήμα πηγαίνει και στην έρευνα και στην ανάπτυξη που τα τελευταία χρόνια απασχολούνται περίπου 25.000 άτομα τοποθετημένα (στο μεγαλύτερο μέρος τους) από την κυβέρνηση.
Δεν είναι παράλογο λοιπόν το Ταμείο να ζητά δομικές μεταρρυθμίσεις έτσι ώστε να αναπτυχθεί ορθολογικά η ελληνική οικονομία και όχι μέσω των φόρων. Μάλιστα συστήνει στην κυβέρνηση ο δημοσιονομικός χώρος που δημιουργείται από τις περικοπές να κατευθυνθεί άμεσα στη μείωση των φορολογικών επιβαρύνσεων.
Είναι γνωστό ότι η μεσαία τάξη σήκωσε το μεγαλύτερο τμήματα της κρίσης τα τελευταία χρόνια όπως επίσης και οι επιχειρήσεις που κλήθηκαν να πληρώσουν υψηλότερους φόρους και προκαταβολή στο 100% του φόρου.
Για αυτό το λόγο άλλωστε μεγάλες επιχειρήσεις εγκαταλείπουν τη χώρα εξαιτίας των υψηλών φόρων και των ασφαλιστικών εισφορών αλλά και του ασταθούς φορολογικού συστήματος που τροποποιείται διαρκώς. Και στους ανωτέρω λόγους θα πρέπει να προστεθεί και η αδυναμία πρόσβασης σε τραπεζική χρηματοδότηση, καθώς στην Ελλάδα είναι σχεδόν ανύπαρκτη και σαφώς με υψηλότερα επιτόκια.
Η Ελλάδα έχει από τους υψηλότερους φορολογικούς συντελεστές στην Ευρώπη και σίγουρα τους υψηλότερους στα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη που φθάνουν το 39,65% (συντελεστές κερδών και μερισμάτων), εξέλιξη που υπονομεύει την ανάπτυξη των επιχειρήσεων. Από το 26% που ήταν το 2014 έφθασε το 29%, ενώ ο φόρος στα μερίσματα εκτινάχθηκε από το 10% στο 15%.
Ταυτόχρονα διατηρεί την υψηλότερη προκαταβολή φόρου μαζί με την Ιταλία (στο 100 ανέρχεται για την Ελλάδα, στο 90% για την Ιταλία). Αντίθετα στη Βουλγαρία ο φορολογικός συντελεστής για τις επιχειρήσεις ανέρχεται στο 10%, όπως επίσης και ο φόρος στα μερίσματα, ενώ στην Κύπρο ο συντελεστής ανέρχεται στο 12,5% και 0% για τους μη Κυπρίους μετόχους που διαμένουν στην Κύπρο.
Το κόστος των επιχειρήσεων στην Ελλάδα είναι πλέον τρομακτικό εάν συνυπολογισθούν φόροι και ασφαλιστικές εισφορές. Είναι ενδεικτικό ότι το 82,4% των μέτρων του τρίτου μνημονίου αφορούσαν φόρους και ασφαλιστικές εισφορές και το 17,6% τον περιορισμό των δαπανών. Και αυτό ακριβώς το μείγμα του τρίτου και του συμπληρωματικού μνημονίου οδήγησε στην υπερφορολόγηση.
Όλες οι μελέτες των μεγάλων ελεγκτικών οίκων και των οργανισμών καταλήγουν πάντα στο ίδιο συμπέρασμα, «εάν δεν μειωθούν οι συντελεστές δεν θα μπορέσει να αναπτυχθεί η ελληνική οικονομία».
Σύμφωνα με μελέτη της Grant Thornton (8/2/2018), το 58% των κερδών της τελευταίας τριετίας έχει αναλωθεί σε φόρους, ενώ μελέτη της ΕΥ, «The outlook for global tax policy in 2018», που περιλαμβάνει εκτιμήσεις και προβλέψεις από 41 χώρες σε όλον τον κόσμο, δείχνει ότι πολλές χώρες εξακολουθούν να επιδιώκουν την τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας και την προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων, διατηρώντας ή μειώνοντας τους φορολογικούς συντελεστές των επιχειρήσεων.
Είναι ενδεικτικό ότι οι οι εγγραφές ελληνικών επιχειρήσεων στην Κύπρο ανήλθαν το διάστημα 2012-2017 σε 6.962, οι περισσότερες εκ των οποίων την τελευταία διετία. Συγκεκριμένα, το 2016 προχώρησαν σε εγγραφή 1.799 εταιρείες, ενώ το 2017 περίπου 1.800.
Μάλιστα, ακόμα και την περίοδο που η Κύπρος ήταν σε πρόγραμμα, αρκετές ελληνικές επιχειρήσεις διάλεξαν να συνεχίσουν εκεί τις δραστηριότητές τους. Γενικότερα, την περίοδο 2014-2015 προστέθηκαν στο Μητρώο της Κύπρου περίπου 1.700 επιχειρήσεις.