Τον «οδικό χάρτη» του 2021 για τέσσερα μεγάλα ζητήματα που αφορούν τις σχέσεις του Κράτους με τις τράπεζες αναμένεται να χαράξουν σήμερα στην πρώτη (διαδικτυακή) συνάντηση που θα έχουν για φέτος ο υπουργός Οικονομικών Χρ. Σταϊκούρας με τις διοικήσεις των τεσσάρων συστημικών τραπεζών και τη συμμετοχή του αρμόδιου υφυπουργού Γ.Ζαββού.
Τα μέτωπα με τα οποία βρίσκονται αντιμέτωποι οι επικεφαλής των πιστωτικών ιδρυμάτων, Π. Μυλωνάς, Χρ. Μεγάλου, Β. Ψάλτης και Φ.Καραβίας, αφορούν πρωτίστως το στοίχημα της περαιτέρω μείωσης των κόκκινων δανείων μέσω του νέου προγράμματος παροχής κρατικών εγγυήσεων Ηρακλής ΙΙ, η εφαρμογή του νέου πτωχευτικού κώδικα, τα προγράμματα στήριξης των δανειοληπτών που έχουν πληγεί από την πανδημία μέσω προγραμμάτων Γέφυρα, και το ακανθώδες ζήτημα των πλειστηριασμών.
Παράλληλα στο προσκήνιο αναμένεται να έρθει και ο νέος Νόμος για την σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου των τραπεζών.
Ως προς το πρώτο από τα παραπάνω, αυτό των κόκκινων δανείων, η Κυβέρνηση αναμένεται να παρουσιάσει σήμερα τα βήματα που έχει πραγματοποιήσει προκειμένου το νέο Σχήμα παροχής κρατικών εγγυήσεων για την μείωση των κόκκινων δανείων να τεθεί σε εφαρμογή από τον Απρίλιο η τον Μάιο.
Με τον ΗΡΑΚΛΗ ΙΙ το Δημόσιο θα διαθέσει πρόσθετες εγγυήσεις περίπου 12 δισ. ευρώ οι οποίες θα διευκολύνουν τις τράπεζες να τιτλοποιήσουν μη εξυπηρετούμενα δάνεια περίπου 30 δισ. ευρώ. Οι τράπεζες αναμένεται να επικαλεστούν την χρήση του συγκεκριμένου εργαλείου προκειμένου οι νέοι – αναθεωρημένοι στόχοι μείωσης των κόκκινων δανείων που θα πρέπει να υποβάλουν τον SSM τον Μάρτιο να είναι ρεαλιστικοί.
Για το εκκρεμότητες που υπάρχουν στο νέο Πτωχευτικό η Κυβέρνηση βρίσκεται σε ιδιαίτερη πίεση. Και τούτο διότι θα πρέπει μέχρι την ερχόμενη Δευτέρα 18 Ιανουαρίου που ολοκληρώνεται ο έλεγχος από τους θεσμούς να έχει πείσει τους εκπροσώπους τους, ότι έχει πραγματοποιηθεί η απαιτούμενη πρόοδος. Υπενθυμίζεται ότι εκκρεμεί η έκδοση περίπου Κοινών Υπουργικών Αποφάσεων προκειμένου να μπορέσει ο νέος Πτωχευτικός Νόμος να τεθεί σε εφαρμογή από την 1η Μαρτίου.
Συναφές με το νέο πτωχευτικό είναι το ζήτημα της επανέναρξης των πλειστηριασμών. Οι τραπεζίτες έστειλαν πρόσφατα επιστολή προς τα συναρμόδια υπουργεία με την οποία επισημαίνουν ότι η διά νόμου αναστολή κάθε εκτελεστικής διαδικασίας, χωρίς επιμέρους διακρίσεις, εμποδίζει πλήθος πράξεων εκτέλεσης που προηγούνται ή έπονται του πλειστηριασμού και εντάσσονται στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης. Με άλλα λόγια το υφιστάμενο πλαίσιο προστασίας έχει μπλοκάρει όχι μόνο τους πλειστηριασμούς αλλά και τις διαδικασίες που καταλήγουν σε αυτούς.
Παράλληλα επισημαίνουν ότι η γενικευμένη και καθολική αναστολή προκαλεί σοβαρές δυσλειτουργίες. Ειδικότερα, έχει οδηγήσει σε αδυναμία είσπραξης απαιτήσεων από εκπλειστηριάσματα ακόμα και για ήδη διενεργηθέντες πλειστηριασμούς, χωρίς επαρκές δικαιολογητικό έρεισμα. Στο πλαίσιο αυτό ζητείται να μην υπάρχουν περιορισμοί για πλειστηριασμούς που έχουν ήδη διενεργηθεί.
Όσον αφορά στα προγράμματα στήριξης των δανειοληπτών η Κυβέρνηση έχει λάβει έγκριση από τον περασμένο Νοέμβριο να καλύψει τις δόσεις δανειοληπτών που πλήττονται με το πρόγραμμα Γέφυρα ύψους 650 εκατ. ευρώ. Ωστόσο μέχρι στιγμής έχουν διατεθεί μόνο 23 εκατ. ευρώ. Για το λόγο αυτό άλλωστε όπως προανήγγειλε ο κ. Σταϊκούρας το πρόγραμμα αυτό θα επεκταθεί και για τις επιχειρήσεις.
Στο πρόγραμμα αναμένεται να ενταχθούν συνολικά περίπου 140.000 νοικοκυριά, αρκετά από τα οποία προς το παρόν βρίσκονται σε καθεστώς αναστολής εξυπηρέτησης των δανειακών τους υποχρεώσεων.
Από την υλοποίηση των προγραμμάτων αυτών θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό η κληρονομιά των κόκκινων δανείων που θα αφήσει πίσω της η κρίση. Μέχρι τον περασμένο Νοέμβριο τα δάνεια στα οποία είχε τεθεί μορατόριουμ έφθασαν τα 19,2 δισ. ευρώ (Αlpha 5,4 δισ. ευρώ, ΕΤΕ 3,6 δισ. ευρώ, Eurobank 4,9 δισ. ευρώ, και Πειραιώς 5,3 δισ. ευρώ) Oι τράπεζες εκτιμούν ότι ένα 15% με 20% κατά μέσο όρο από τα δάνεια αυτά θα σταματήσουν να εξυπηρετούνται κανονικά όταν λήξη η «περίοδος χάριτος’. Επομένως συνολικά οι τέσσερις τράπεζες θα εμφανίσουν μέχρι το τέλος του πρώτου εξαμήνου μία αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων κατά 4,5 με 5 δισ. ευρώ.