Του Γιώργου Φιντικάκη
Στον αέρα απειλούν να τινάξουν το αφήγημα των ισχυρών φετινών ρυθμών ανάπτυξης οι νέοι φόροι στα καύσιμα, που επιβαρύνουν από χθες καταναλωτές, και επιχειρήσεις.
Τα πρώτα στοιχεία που συγκέντρωσε το liberal.gr για την αύξηση του ειδικού φόρου κατανάλωσης, συνυπολογιζόμενου και του ΦΠΑ, δείχνουν ότι τα καύσιμα έχουν πάρει παντού φωτιά: Τέσσερα λεπτά έχει αυξηθεί πανελλαδικά η τιμή της βενζίνης (από 1,52 στα 1,58 ευρώ), δέκα ολόκληρα λεπτά το ντίζελ κίνησης (από 1,18 στα 1,28 ευρώ) και εννέα λεπτά το υγραέριο κίνησης (από 72 σε 81 λεπτά).
Πολύ χειρότερη είναι η εικόνα στη νησιωτική Ελλάδα, όπου εκτός των ειδικών φόρων κατανάλωσης, αυξήθηκε και ο ΦΠΑ από 17% σε 24%. Στην Αμοργό για παράδειγμα, νησί με δύο όλα κι όλα πρατήρια, η βενζίνη αυξήθηκε από 1,77 στα 1,92 ευρώ, και το ντίζελ κίνησης από 1,35 στα 1,53 ευρώ.
Και το ερώτημα που "δίνει και παίρνει" τις τελευταίες ημέρες στην αγορά των καυσίμων είναι που θα φτάσουν οι τιμές εάν συνεχιστεί και η ανοδική τάση του αργού. Εξαιτίας του, οι τιμές έχουν αυξηθεί τον τελευταίο μήνα μεταξύ έξι και δέκα λεπτών το λίτρο, και εάν η τάση συνεχιστεί και τον Ιανουάριο, σύντομα οι νησιώτες θα δουν την βενζίνη κοντά στα 2 ευρώ το λίτρο.
Πάνω οι φόροι στην πιο ακατάλληλη συγκυρία
Σε αυτήν την ανοδική από πλευράς τιμών αγορά, ήρθε η κυβέρνηση και επέβαλε αύξηση των φόρων στα καύσιμα, την μεγαλύτερη των τελευταίων ετών.
Είναι μια ακόμη ένδειξη πως η κυβερνητική προσπάθεια για ανάκαμψη της οικονομίας ξεκινά από λάθος αφετηρία, πόσο μάλλον όταν το συστατικό στο οποίο αυτή θα έπρεπε να βασισθεί, δηλαδή η εισροή ξένων κεφαλαίων μέσω νέων επενδύσεων, για την ώρα, απουσιάζει.
Αντίθετα το μόνο απτό εργαλείο που φαίνεται να έχει στα χέρια της η κυβέρνηση για να επιτύχει τους φετινούς δημοσιονομικούς στόχους, είναι και πάλι οι φόροι, και δη στα καύσιμα, σε έναν δηλαδή καθοριστικό τομέα για την ανάπτυξη.
Και όλα αυτά ενώ η παγκόσμια οικονομία μοιάζει να έχει αφήσει πίσω την εποχή του φθηνού πετρελαίου, το οποίο εκτιμάται ότι θα κινηθεί φέτος σταθερά πάνω από τα 50 δολάρια, με τα πιο ακραία προγνωστικά να μιλούν ακόμη και για επίπεδα 70 δολαρίων και άνω.
Ενώ δηλαδή την τελευταία διετία τα καύσιμα επενεργούσαν θετικά στο ΑΕΠ της χώρας, δίνοντας ανάσες σε κατανάλωση και παραγωγή, τώρα φαίνεται ότι μπαίνουμε σε μια περίοδο αυξήσεων, όχι μόνο μέσω των διεθνών τιμών, αλλά και μέσω των νέων φόρων.
Το 70% που πληρώνουμε για βενζίνη είναι φόροι
Μετά και τη νέα αύξηση, οι φόροι στην βενζίνη αντιστοιχούν πλέον στο 70% της λιανικής της τιμής, έναντι μέσου όρου 66,2% στην Ε.Ε, όπου όμως η μέση αγοραστική δύναμη είναι πολύ υψηλότερη της ελληνικής.
Αυτός ακριβώς είναι και ένας από τους κινδύνους του 2017, ο συνδυασμός φόρων – τιμών, να έχει επίπτωση στον στόχο για ρυθμό ανάπτυξης 2,7%, ποσοστό ούτως ή άλλως πρωτοφανές για την ελληνική οικονομία, τηρουμένων των αναλογιών της κρίσης, καθώς έχει να επιτευχθεί εδώ και πάνω από δεκαετία.
Αυτός επίσης είναι ο λόγος που οι νέοι φόροι στα καύσιμα απειλούν να δημιουργήσουν "τρύπα" στα εγγεγραμμένα για φέτος έσοδα του προϋπολογισμού, ύψους 492 εκατ. ευρώ.
ΙΟΒΕ: Ζημιά 700 εκατ. ευρώ
Το κακό είναι ότι οι νέοι αυτοί φόροι, ακόμη και αν εισπραχθεί ένα μέρος τους (408 αντί για 492 εκατ), θα μας κοστίσουν πολλαπλάσια, σύμφωνα με έρευνα που είχε διεξάγει τον περασμένο Οκτώβριο το ΙΟΒΕ για λογαριασμό του Συνδέσμου Εταιρειών Εμπορίας Πετρελαιοειδών (ΣΕΕΠΕ).
Από τη μια πλευρά θα περιορίσουν την προσδοκώμενη αύξηση του ΑΕΠ κατά 0,30% ή κατά 530 εκατ. ευρώ το χρόνο για το διάστημα 2017, 2018, 2019. Από την άλλη πλευρά, ακριβώς εξαιτίας της μείωσης του ΑΕΠ, θα προκαλέσουν απώλεια τόσο στην απασχόληση (10.700 θέσεις το χρόνο), όσο και στα έσοδα από άλλους φόρους και εισφορές (178 εκατ. ευρώ).
Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι η κυβέρνηση για να εισπράξει περίπου 500 εκατ. ευρώ από φόρους, θα προξενήσει ζημιά άνω των 700 εκατ. ευρώ στην οικονομία. Οι παράπλευρες απώλειες θα είναι τέτοιες που θα ακυρώσουν τα όποια οφέλη.
Λιγότερα έσοδα λόγω λαθρεμπορίου
Ακόμη δυσμενέστερες θα είναι οι επιπτώσεις εφόσον συνυπολογιστεί πιθανή έξαρση του λαθρεμπορίου, όπως προέβλεπε το ένα από τα σενάρια που είχε εξετάσει τότε το ΙΟΒΕ. Το σενάριο είχε ως παραδοχή την αύξηση κατά 4% της παράνομης διακίνησης στο ντίζελ και κατά 1% στις βενζίνες.
Σύμφωνα με αυτό, τα επιπλέον έσοδα του προϋπολογισμού από τις αυξήσεις των φόρων θα περιοριστούν σε 274, 277, και 281 εκατ. ευρώ για την τριετία 2017, 2018, και 2019 έναντι των προσδοκώμενων 408, 414, και 421 εκατ. ευρω.
Το αμέσως χειρότερο σενάριο, είναι η οικονομία να αναπτυχθεί με χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 1%, την τριετία 2017, 2018, 2019, οπότε και τα επιπλέον έσοδα από τους φόρους στα καύσιμα θα διαμορφωθούν αντίστοιχα σε 325, 249 και 179 εκατ. ευρώ για το ίδιο διάστημα.
Λόγια του αέρα οι εξαγγελίες για πάταξη του λαθρεμπορίου
Και ενώ από χθες αυξήθηκαν οι φόροι στα καύσιμα, οι υποσχέσεις της κυβέρνησης ότι θα πατάξει το λαθρεμπόριο και τη φοροδιαφυγή στα καύσιμα αποδείχθηκαν λόγια του αέρα.
Αντί για τα έσοδα 1 δισ. ευρώ που διατράνωνε προεκλογικά ότι θα πετύχει χτυπώντας τους λαθρέμπορους, το τρύπιο βαρέλι του κρατικού κορβανά θα γεμίσει και πάλι με νέους φόρους.
Περισσότερο σκανδαλώδης μάλιστα όσο καμία άλλη, είναι η περίπτωση του συστήματος εισροών-εκροών στα πρατήρια, το κατεξοχήν μέτρο για την καταπολέμηση του λαθρεμπορίου. Και ας κόστισε η τοποθέτησή του σε πρατηριούχους και Δημόσιο (χρηματοδοτήθηκε από το Πρόγραμμα Δημοσίων Δαπανών) πάνω από 100 εκατ. ευρώ.
Τι και αν έχει εγκατασταθεί στο 99% των πρατηρίων, τι και αν αυτά τα τελευταία αποστέλλουν σε σταθερή βάση στοιχεία στο υπουργείο Οικονομικών, το σύστημα συνεχίζει στην πράξη να μην λειτουργεί, όπως έχουν κατ' επανάληψη καταγγείλει οι εκπρόσωποι των εταιρειών και των πρατηριούχων.
Τα στοιχεία δεν τυγχάνουν επεξεργασίας, ούτε αξιοποιούνται από τη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων, στην ουσία επομένως είναι άχρηστα, και το επιχείρημα ότι το προσωπικό της τελευταίας είναι λιγοστό δεν δημιουργεί λιγότερο κακές εντυπώσεις.
Χαρακτηριστική είναι έρευνα του Πολυτεχνείου που είχε δημοσιευτεί τον Οκτώβριο, και η οποία με βάση ένα δείγμα 150 πρατηρίων στην Αττική, διαπίστωνε ότι οι "πειραγμένες" αντλίες στα πρατήρια έχουν τριπλασιαστεί συγκριτικά με το 2012.
Το ποσοστό έδειχνε πως μία στις έξι (14,5%) κλέβουν τον καταναλωτή, έναντι ποσοστού 4,5%, της αντίστοιχης μελέτης του ΕΜΠ πριν από τέσσερα χρόνια.
Το σκανδαλώδες της υπόθεσης είναι ότι οι αποκλίσεις αυτές είχαν καταγραφεί από τα συστήματα εισροών- εκροών που έχουν εγκατασταθεί στα περισσότερα πρατήρια, τα οποία και αποστέλλουν κανονικά τα στοιχεία στο υπ. Οικονομικών.
Εκείνο όμως, είτε επειδή δεν διαθέτει επαρκές προσωπικό, είτε για άλλους λόγους, συνεχίζει να μην τα ελέγχει. Άρα, τα συστήματα εισροών-εκροών, είναι σαν να μην τοποθετήθηκαν ποτέ.