Του Βασίλη Γεώργα
Τους τελευταίους μήνες παρατηρεί κανείς τη συμπεριφορά της χρηματιστηριακής αγοράς και των ομολόγων στην Ελλάδα και δεν πιστεύει στα μάτια του. Πολύ πριν τις εθνικές εκλογές, η χώρα έχει αρχίσει να γυρίζει σελίδα και μόνο με την προσδοκία ότι μια λαϊκιστική κυβέρνηση κρατικιστών και μαθητευόμενων μάγων η οποία έφερε την Ελλάδα ένα βήμα πριν την έξοδο από το ευρώ και προκάλεσε ζημιά δεκάδων δισεκατομμυρίων στην οικονομία μετά το 2015, παραδίδει τη σκυτάλη σε ένα σχήμα που αντιπροσωπεύει το ακριβώς αντίθετο από αυτή.
Σε μια κυβέρνηση που οι περισσότεροι έχουν πειστεί πως θα απαρτίζεται ως επί το πλείστον από φιλελεύθερους τεχνοκράτες, θα υλοποιήσει κοστολογημένο σχέδιο ανάκαμψης, θα έχει θετική προδιάθεση απέναντι στην επιχειρηματικότητα και τις επενδύσεις και σε πολιτικούς που έχουν κάθε λόγο να υλοποιήσουν μεταρρυθμίσεις πέρα από τα στενά πλαίσια των μνημονιακών υποχρεώσεων για να πετύχουν ταχύτερα τους στόχους τους.
Οι αγορές είναι ένας καθαρά προεξοφλητικός μηχανισμός. To μεγάλο ερώτημα είναι αν η ανάκαμψη των ελληνικών μετοχών θα εξασθενίσει ή θα ανεβάσει ακόμη υψηλότερους ρυθμούς μετά τις εκλογές. Οι τράπεζες έχουν ήδη υπερδιπλασιάσει τις τιμές τους από τα χαμηλά του περασμένου Ιανουαρίου και λίγο υψηλότερα από εδώ θα παιχτεί το πραγματικό στοίχημα της αντιστροφής της μακροχρόνιας πτωτικής τάσης τους.
Οι κινήσεις που έχουν ήδη δρομολογηθεί στο μέτωπο διαχείρισης των κόκκινων δανείων είναι σημαντικές, όμως, η αγορά δεν έχει ακόμη πειστεί πως το πρόβλημα έχει αντιμετωπιστεί ή ότι στο μέλλον το τραπεζικό σύστημα δεν θα χρειαστεί να αναζητήσει πρόσθετα κεφάλαια με τον ένα ή τον άλλο τρόπο από τις αγορές.
Το 2012 οι περισσότερες από τις μετοχές μεγάλης κεφαλαιοποίησης στην Ελλάδα κατέγραψαν τον απόλυτο πυθμένα και έκτοτε έχουν ανακάμψει με διψήφιες ή και τριψήφιες αποδόσεις. Χρειάστηκε όμως να φτάσουμε στο 2016 και να βεβαιωθούν οι επενδυτές πως παρά τα capital controls, το κλείσιμο των τραπεζών και την ύφεση η Ελλάδα παραμένει στον ισχυρό πυρήνα του ευρώ, ώστε να πιάσει πάτο ο Γενικός Δείκτης στις 420,8 μονάδες.
Υπάρχουν δύο κλειδιά που από την Δευτέρα θα ανοίξουν την πόρτα σε ένα καλύτερο μέλλον για αυτή τη χώρα. Το ένα έχει να κάνει με το εκλογικό αποτέλεσμα που θα διασφαλίζει πολιτική σταθερότητα και μια μια ισχυρή αυτοδύναμη κυβέρνηση, ικανή να εφαρμόσει χωρίς προσκόμματα την πολιτική της. Ένα μεγάλο μέρος αυτής της αλλαγής έχει ήδη αποτυπωθεί ή και προεξοφληθεί στις αποτιμήσεις των μετοχών.
Το δεύτερο είναι αυτή καθ αυτή η πολιτική της και η δυναμική που θα προσδώσει η υλοποίησή της στην οικονομία. Το στοίχημα δεν είναι απλώς η χώρα να διατηρήσει τους σημερινούς αδύναμους ρυθμούς ανάπτυξης, αλλά να τους υπερδιπλασιάσει τουλάχιστον στο 4%, ώστε το ΑΕΠ να αλλάξει ριζικά το προφίλ του ελληνικού χρέους και να εξοβελίσει τις υπαρκτές ακόμη αναστολές των μεγάλων διεθνών επενδυτών οι οποίοι δεν έχουν αγγίξει ακόμη τα ελληνικά assets.
Η παραβολική υποχώρηση της απόδοσης του ελληνικού δεκαετούς ομολόγου στα όρια του 2% που αποτελεί ιστορικά ελάχιστα για τις δυνατότητες δανεισμού της χώρας, είναι μια εμφατική εξέλιξη που σύμφωνα με τους αναλυτές μας δείχνει ότι καλλιεργούνται βάσιμες προσδοκίες για την επόμενη μέρα.
Ο οδηγός που θα μας δείξει πλέον ότι και το Χρηματιστήριο βρίσκεται στην ίδια πορεία αντιστροφής δεν είναι καν οι 950-1000 μονάδες σε επίπεδο Γενικού Δείκτη που θεωρούνται πια ένας λίγο πολύ κοντινός στόχος.
Οι αναλυτές θεωρούν πως στην τρέχουσα συγκυρία πρέπει να έχουμε τα μάτια στραμμένα στον δείκτη των μετοχών μεγάλης κεφαλαιοποίησης FTSE Large Cap και στο επίπεδο αντίστασης ων 2.250-2.270 μονάδων. Η ζώνη αυτή, όπως μπορεί να δει κανείς στο διάγραμμα που ακολουθεί, αντιπροσωπεύει στην πραγματικότητα έναν τεράστιο σχηματισμό πυθμένα 3,5 ετών τον οποίο εφόσον η αγορά καταφέρει να τον ολοκληρώσει θετικά, θα απελευθερώσει πολύ μεγάλη ανοδική δυναμική και θα ανοίξει τον δρόμο για ένα ισχυρό ράλι τιμών με ιδιαίτερα υψηλούς στόχους που παράλληλα θα επιβεβαιώσουν και την αλλαγή της μακροπρόθεσμης τάσης.
Αντίστοιχα -αλλά όχι αναλογικά- το σημείο κλειδί για τον Γενικό Δείκτη βρίσκεται αρκετά υψηλότερα από τις σημερινές τιμές, στη ζώνη των 1.350-1.400 μονάδων, εκεί δηλαδή που διεκόπη με βία η άνοδος της αγοράς το 2014 με την καταστροφική αλλαγή της κυβερνητικής σκυτάλης λίγους μήνες μετά. Η προσέγγιση των επιπέδων αυτών στο μέλλον, θα σηματοδοτήσει την ΄μείωση του ρίσκου και την αλλαγή σελίδας στην ελληνική αγορά προσελκύοντας πλέον κεφάλαια τα οποία εξακολουθούν να απέχουν από την Ελλάδα.