Ο πακτωλός των δισεκατομμυρίων του Ταμείου Ανάκαμψης, έχει ανοίξει την όρεξη πολλών που ορέγονται ένα κομμάτι από την «πίτα» των 32 δις. ευρώ.
Οι κυνηγοί των επιδοτήσεων, έχουν ήδη λάβει θέσεις μάχης. Στο οικονομικό επιτελείο όμως, γνωρίζοντας τις προθέσεις και τις προσδοκίες που θα καλλιεργηθούν, σχεδιάζουν να κόψουν την… όρεξη των υποψηφίων επιδοτούμενων με το «καλημέρα».
Τα κρατικά έργα που θα χρηματοδοτηθούν με τα «δανεικά» που θα λάβει η χώρα από το Ταμείο Ανάκαμψης –ένα κονδύλι που προσεγγίζει τα 13 δις. ευρώ- θα δοθούν μόνο σε σχήματα που θα βάλουν ίδια κεφάλαια αλλά και θα αναλάβουν δανειακές υποχρεώσεις που θα αντιστοιχούν τουλάχιστον στον μισό προϋπολογισμό του κάθε έργου.
Με αυτό τον τρόπο, θα υπερδιπλασιαστούν τα προς επένδυση κεφάλαια καθώς με τα 13 δισ ευρώ που θα βάλει το κράτος –αντλώντας τα αντίστοιχα δάνεια από το Ταμείο Συνοχής- θα πρέπει να επενδυθούν επιπλέον 13 δισ. ευρώ από τον ιδιωτικό τομέα είτε με ίδιους πόρους (οι οποίοι θα πρέπει να αντιστοιχούν τουλάχιστον στο 20% του κάθε έργου) είτε με δάνεια που θα λάβουν οι ιδιώτες από τις τράπεζες.
Έτσι, στο «παιχνίδι» θα εμπλακούν οι πάντες αναλαμβάνοντας το ρίσκο που αναλογεί στην κάθε πλευρά:
1. Το Δημόσιο το οποίο θα δανειστεί από το Ταμείο Ανάκαμψης 13 δισ. ευρώ για να χρηματοδοτήσει την ανάκαμψη της οικονομίας.
2. Οι ιδιώτες που θα πρέπει να συνεισφέρουν από ίδιους πόρους κονδύλια τουλάχιστον 5-6 δις. ευρώ προκειμένου να γίνουν ανάδοχοι των κρατικών έργων που θα δρομολογηθούν.
3. Οι τράπεζες οι οποίες θα πρέπει να δανείσουν τους ιδιώτες με περίπου 8-10 δις. ευρώ προκειμένου αυτοί με τη σειρά τους να χρηματοδοτήσουν τις επενδύσεις.
Το άθροισμα της συνεισφοράς των τριών πλευρών, βγάζει ένα ποσό της τάξεως των 26-30 δισ. ευρώ. Και αν προστεθούν και τα 19 δισ. ευρώ που είναι οι επιδοτήσεις που θα εισπράξει το κράτος από το Ταμείο Ανάκαμψης, συγκροτείται η «δύναμη πυρός» για την χρηματοδότηση της ανάπτυξης το επόμενο διάστημα: Ενα κονδύλι που μπορεί να κινηθεί από τα 45 έως τα 50 δις. ευρώ.
Τον παραπάνω σχεδιασμό, τον διαπραγματεύεται ήδη η ελληνική πλευρά με τους Ευρωπαίους.
Στόχος είναι η φερεγγυότητα του δανειολήπτη να ελέγχεται εξ ορισμού με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια και το ίδιο θα ισχύει και για την αξιοπιστία του επενδυτικού σχεδίου, αφού θα υπάρχουν τουλάχιστον τόσα ιδιωτικά κεφάλαια που θα χρηματοδοτούν την επένδυση όσα και η δανειακή συνεισφορά του κράτους.
Στην ουσία η επιδότηση που εμμέσως θα προκύπτει λόγω των πολύ χαμηλών επιτοκίων δεν θα λειτουργεί ως το κυρίαρχο κίνητρο για την πραγματοποίηση της επένδυσης. Ο επενδυτής θα καλείται να βάλει και ο ίδιος σημαντικά ίδια κεφάλαια, προκειμένου να προχωρήσει το project.