Του Γιώργου Φιντικάκη
Σαν τον άρρωστο που πασχίζει να σηκωθεί από το κρεβάτι για να τρέξει κατοστάρι, μοιάζει η προσπάθεια που χρειάζεται να κάνει η ελληνική οικονομία για να κερδίσει την εμπιστοσύνη επενδυτών και αγορών ότι μπορεί να σταθεί στα πόδια της χωρίς άλλα μνημόνια.
Καθώς η ελπίδα πεθαίνει τελευταία, η κυβέρνηση πασχίζει να πείσει ότι η ολοκλήρωση της 4ης αξιολόγησης μπορεί να αλλάξει τα δεδομένα, ότι η λύση που θα δοθεί τελικά για το χρέος δεν θα περιορίζεται σε ευχολόγια, και ότι θα δείξει αποφασιστικότητα στην εφαρμογή κρίσιμων μεταρρυθμίσεων.
Αλλά είναι πασιφανές ότι η πραγματικότητα είναι διαφορετική, ότι η μαζική εισροή ξένων κεφαλαίων που θα φέρει «συνάλλαγμα» στη χώρα δεν θα έρθει εγκαίρως, και ότι η δυναμική που θα δημιουργήσει η έξοδος από το μνημόνιο, δεν αρκεί από μόνη της για να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα της χώρας.
Πολλώ δε μάλλον, όταν υπάρχουν ενδείξεις ότι ο πραγματικός μέσος δανεισμός της Ελλάδας «είναι υψηλότερος από τον καταγραφόμενο» μέσα από την παλιά τεχνική της ανακύκλωσης βραχυπρόθεσμου χρέους για να κρύβεται το πραγματικό του μέγεθος.
Διότι η κυβέρνηση έχει ξεθάψει την παλιά συνταγή της δημιουργικής λογιστικής, για να κτίζει τα πλεονάσματα στην ουσία με «κρυφά» χρέη, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε προ ημερών σε εκδήλωση του Κύκλου Ιδεών για την Εθνική Ανασυγκρότηση, ο σύμβουλος επιχειρήσεων και πρώην καθηγητής στο Columbia Univeristy, Γιώργος Προκοπάκης.
Παρά τα θηριώδη υπερπλεονάσματα της διετίας 2016-2017, τα οποία υποτίθεται ότι θα έπρεπε να επαρκούν για την εξυπηρέτηση του χρέους, εντούτοις εκείνο αυξάνεται αντί να μειώνεται, γεννώντας υποψίες για ένα «κρυφό χρέος». Ενα επιπλέον ποσό που φτάνει περίπου έως τα 9 δισ. ευρώ, με το καθαρό επιτόκιο εξυπηρέτησης του να φτάνει σε ορισμένες περιπτώσεις στο εξωφρενικό 31%.
Τα νούμερα της έρευνας δείχνουν ότι η καθαρή θέση του χρέους, αυξήθηκε κατά 9,3 δισ ευρώ (στοιχεία Κεντρικής Κυβερνήσεις) και κατά περίπου 4,5 δισ (στοιχεία Γενικής Κυβέρνησης). Και σαν μην έφθανε αυτό η κυβέρνηση προστρέχει σε πανάκριβο εσωτερικό βραχυπρόθεσμο δανεισμό ο οποίος έχει δημιουργήσει ένα χρέος 40 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 20 δισ. ευρώ αφορούν μόνο στα repos. Τακτική που οδηγεί σε αφυξία την οικονομία, και παγιδεύει την επόμενη κυβέρνηση, με επιτόκια παράλογα, που αφορούν δανειακές συμβάσεις ολίγων ημερών, οι οποίες ανανεώνονται – ο χρονισμός της λήξης των συμβάσεων επιτρέπει την καταγραφή μιας επιθυμητής εικόνας την ημέρα υποχρεωτικού ελέγχου του υπολοίπου- και παραπέμπουν σε «απόκρυψη χρέους».
Να γιατί χρειαζόμαστε 4ο πρόγραμμα
Πρακτική που σύμφωνα με τον κ. Προκοπάκη είναι σε γνώση των αγορών, και που σε συνδυασμό με το εγχείρημα της «καθαρής εξόδου», θα στερήσει αντί να προσθέσει ελευθερία κινήσεων στις πολιτικές επιλογές της κυβέρνησης.
Δεν παίρνουν επομένως τοις μετρητοίς οι αγορές, δηλώσεις σαν τις πρόσφατες του Πρωθυπουργού για καθαρή έξοδο τον Αύγουστο, «με εργαλείο τη δική μας αναπτυξιακή πολιτική που δεν μας υπαγορεύσει κανείς». Διαφορετικά το επιτόκιο του ελληνικού 10ετούς ομολόγου, δεν θα βρισκόταν καρφωμένο εδώ και τρεις περίπου μήνες στο 4,3%…
Την άποψη ότι η Ελλάδα έχει ακόμη πολύ δρόμο για να κερδίσει την εμπιστοσύνη αγορών και επενδυτών, διατυπώνει σε πρόσφατο άρθρό του και ο επικεφαλής οικονομολόγος του Ινστιτούτου Bruegel, Zsolt Darvas.
Και επιμένει στην γνωστή θέση που έχει καταγράψει και σε πρόσφατη συνέντευξη στο Liberal, στο περιθώριο του Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών, ότι η Ελλάδα θα χρειαστεί ένα τέταρτο πρόγραμμα οικονομικής ενίσχυσης, τουλάχιστον προληπτικό. Οπως χαρακτηριστικά σημειώνει "αν δεν υπάρξουν πρόσθετα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, πέραν των όσων εξετάζονται και η Ελλάδα επιδιώξει καθαρή έξοδο από το τρίτο πρόγραμμα οικονομικής βοήθειας ξεκινώντας να δανείζεται από τις αγορές, σε μερικά χρόνια κατά πάσα πιθανότητα θα αντιμετωπίσει χρηματοδοτικές πιέσεις οι οποίες θα απαιτήσουν ένα νέο πρόγραμμα".
Μιλά για το έλλειμμα ως προς τη βελτίωση του επιχειρηματικού κλίματος, όπως στη φορολογία, για τις καθαρές επενδύσεις που είναι στην πραγματικότητα αρνητικές, και για τη γενικότερη υστέρηση στις μεταρρυθμίσεις. Ενας συνδυασμός που καθιστά απαραίτητο ένα νέο (τουλάχιστον προληπτικό) πρόγραμμα οικονομικής βοήθειας ούτως ώστε να βελτιωθεί η εμπιστοσύνη για τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και την αντιμετώπιση ενδεχόμενων δυσκολιών χρηματοδότησης του δημοσίου χρέους.
Το κλειδί βρίσκεται φυσικά στις επενδύσεις. Ο Darvas κάνει εκτενή αναφορά στις καθαρές επενδύσεις (δηλαδή οι ακαθάριστες, μείον τις αποσβέσεις) που ήταν περίπου 10% του ΑΕΠ πριν την κρίση, οι οποίες ωστόσο υποχώρησαν δραστικά μετά το 2010, υποδεικνύοντας μείωση του πραγματικού κεφαλαιακού αποθέματος της χώρας.
Πως λοιπόν μπορεί κατά τον ίδιο να σταθεί στα πόδια της η Ελλάδα; Μόνο με μαζικές εισροές ξένων επενδύσεων. Πως όμως μπορούν να έλθουν αυτές, όταν τα μέχρι τώρα στοιχεία δείχνουν πόσο χαμηλή είναι ακόμη η εμπιστοσύνη των ξένων κεφαλαίων απέναντι στη χώρα ;
Γιατί δεν «βρέχει» επενδύσεις
Η χώρα κατατάσσεται σήμερα μόλις στην 45η θέση μεταξύ 109 χωρών αναφορικά με την ελκυστικότητα άμεσων ξένων επενδύσεων, κατέχοντας τη δεύτερη χειρότερη επίδοση μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης (μόνο η Ρουμανία έχει χειρότερο σκορ). Κοιτάζοντας αναλυτικά τους δείκτες, από την «υλοποίηση συμβάσεων» (103η θέση), την «εγγραφή ιδιοκτησίας» (96η θέση), έως την «φορολογική-ασφαλιστική επιβάρυνση της εργασίας» (92η θέση), διαπιστώνει κανείς ότι έχουμε ακόμη επιδόσεις ουραγού σε σχέση με τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες.
Είναι επομένως σαφές ότι για να προσελκύσουμε ξένα κεφάλαια, στα οποία θα στηριχθεί μια σταθερή και βιώσιμη ανάπτυξη, χρειάζονται μεταρρυθμίσεις, οι οποίες όμως δεν γίνονται από τη μια ημέρα στην άλλη. Τέτοιες μεταρρυθμίσεις, είναι δύσκολες και απαιτούν χρόνο.
Δεδομένων λοιπόν των μεγάλων αβεβαιοτήτων που σχετίζονται με οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις αλλά και τις εξελίξεις στο μέτωπο του ελληνικού δημοσίου χρέους, ο Darvas καταλήγει ότι είναι αναγκαία μια εξωτερική ομπρέλα στήριξης. Δηλαδή ένα light τέταρτο πρόγραμμα οικονομικής ενίσχυσης, τουλάχιστον προληπτικό, που θα μπορούσε να βελτιώσει καταλυτικά την εμπιστοσύνη στη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων.
Αυτός είναι ακριβώς και ο λόγος, που κανείς απ' όσους διαχειρίζονται σήμερα χρήματα, δεν εμπιστεύεται τη ρητορική του Πρωθυπουργού περί «καθαρής εξόδου» και «δικής μας αναπτυξιακής πολιτικής». Διαφορετικά η ελληνική οικονομία σήμερα δεν θα προλάβαινε να απορροφήσει τις ξένες επενδύσεις, παραγωγικές και μη, οι οποίες θα έρχονταν με πολλαπλάσιο του σημερινού ρυθμού.
Φωτογραφία: Shutterstock