Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Χρυσές δουλειές για funds, συμβουλευτικές εταιρείες και επενδυτικές τράπεζες... υπόσχεται το «μεγάλο παζάρι» με τα «κόκκινα» δάνεια στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, αλλά και η ανάγκη των τραπεζών να αντλήσουν κεφάλαια για να καλύψουν τις «τρύπες» που προκαλούν οι πωλήσεις δανείων σε χαμηλές τιμές.
Μετά την Ισπανία και την Ιρλανδία τα funds που επενδύουν σε προβληματικά δάνεια οδεύουν προς την Ιταλία, με επόμενο σταθμό την Ελλάδα.
Η επιτακτική ανάγκη μείωσης των NPLs ύψους 360 δισ. ευρώ που βρίσκονται στους ισολογισμούς των ιταλικών τραπεζών οδηγεί σε εσπευσμένες πωλήσεις. Η λογιστική αξία των δανείων είναι υψηλότερη από την τιμή στην αγορά με αποτέλεσμα να πωλούνται με ζημιά και να «τρώνε» κεφάλαια.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της μεγαλύτερης τράπεζας της Ιταλίας, UniCredit, η οποία θα προσπαθήσει μέσα στον Μάρτιο να αντλήσει 13 δισ. ευρώ από την αγορά, εκ των οποίων τα 8,1 δισ. ευρώ αφορούν στις απαιτούμενες προβλέψεις για την πώληση «κόκκινων» δανείων. Η UniCredit έχει... βγάλει στο σφυρί προβληματικά δάνεια ύψους 17,7 δισ. ευρώ, όταν συνολικά διαθέτει περί τα 80 δισ. ευρώ στα βιβλία της.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις αναλυτών, οι ιταλικές τράπεζες χρειάζονται συνολικά 52 δισ. ευρώ για να καλύψουν τις προβλέψεις που συνδέονται με τις πωλήσεις «κόκκινων» δανείων, αν θέλουν να «καθαρίσουν» τους ισολογισμούς τους. Όπως προκύπτει από πρόσφατη ανάλυση του Bloomberg, οι μεγαλύτερες τράπεζες της χώρας, UniCredit, Intesa Sanpaolo, Banco BPM και Monte Paschi χρειάζονται αθροιστικά 26 δισ. ευρώ. Από αυτά αφαιρούνται οι προβλέψεις που έχουν ήδη εγγραφεί. Σε αντίστοιχη ανάλυση του Reuters το ποσό μειώνεται στα 40 δισ. ευρώ.
Όπως και να'' χει, τόσο η κεφαλαιακή ενίσχυση όσο και η πώληση του «πακέτου» δανείων της UniCredit είναι τα μεγαλύτερα τέτοια deals στην Ιταλία και στην Ευρώπη αντίστοιχα, θέτοντας το πλαίσιο για τις υπόλοιπες τράπεζες.
Το εγχείρημα είναι κολοσσιαίο, όμως οι επενδυτές εμφανίζονται διατεθειμένοι να... συνδράμουν, δίνοντας ψήφο εμπιστοσύνης στο φιλόδοξο σχέδιο ανάκαμψης της UniCredit, η οποία μάχεται να «καθαρίσει» τον ισολογισμό της, πριν φτάσει στο σημείο να παλέψει για την επιβίωσή της, όπως κάνει η Monte Paschi. Ήδη, το αραβικό fund Aabar Investments φέρεται αποφασισμένο να συμμετάσχει στην ΑΜΚ.
Στους κερδισμένους της υπόθεσης αναμένεται να είναι τα funds που επενδύουν σε distressed assets, όπως το Fortress το οποίο θα αγοράσει το μεγαλύτερο μέρος του πακέτου των 17,7 δισ. ευρώ. Το Fortress έχει ήδη αγοράσει 22 δισ. ευρώ προβληματικών δανείων στην Ιταλία. Για να μπορέσει να πουλήσει τα «κόκκινα» δάνεια, η UniCredit αύξησε τις προβλέψεις στο 75% για τα πολύ προβληματικά και στο 40% τα υπόλοιπα. Έτσι διευκολύνεται η πώληση καθώς μειώνονται οι τιμές όμως προκύπτει ανάγκη για νέα κεφάλαια.
Το ενδιαφέρον των επενδυτών δεν προκαλεί ιδιαίτερη έκπληξη από τη στιγμή που η UniCredit είναι η μεγαλύτερη τράπεζα στην Ιταλία και η μοναδική ιταλική που θεωρείται σημαντική για την παγκόσμια χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Παράλληλα, η UniCredit έχει παρουσιάσει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο αναδιάρθρωσης με πωλήσεις θυγατρικών, κλείσιμο καταστημάτων και περικοπές δαπανών, οι οποίες ξεκίνησαν με την μείωση κατά 40% των αποδοχών του προέδρου και του διευθύνοντος συμβούλου της τράπεζας.
«Γλυτώνουν» στο... βασικό σενάριο οι ελληνικές τράπεζες
Οι τράπεζες είναι ο καθρέφτης της οικονομίας, συνηθίζουν να λένε οι αναλυτές. Στο παράδειγμα της Ελλάδας, λοιπόν, οι τράπεζες θα τα καταφέρουν μόνο αν τα καταφέρει και η οικονομία. Με βάση το θετικό σενάριο, οι ελληνικές τράπεζες θα μειώσουν τα «κόκκινα» δάνεια κατά 40 δισ. ευρώ σε τρία χρόνια όχι μόνο χωρίς να χρειαστούν νέα κεφάλαια, αλλά έχοντας μάλιστα κεφαλαιακό όφελος από την ανάπτυξη.
Η κατάσταση είναι διαφορετική από την Ιταλία, από τη στιγμή που έχει ξεκινήσει η υλοποίηση του τριετούς πλάνου μείωσης των «κόκκινων» δανείων και οι πωλήσεις έχουν προβλεφθεί στα 7,4 δισ. ευρώ, επί συνόλου μείωσης 40 δισ. ευρώ. Αν δεν είχαν εγγράψει τις απαιτούμενες προβλέψεις οι τράπεζες θα χρειάζονταν σίγουρα επιπρόσθετα μερικά δισεκατομμύρια ευρώ για να καλύψουν την «τρύπα» από τις πωλήσεις.
Ωστόσο, οι εγχώριοι όμιλοι έχουν ήδη λάβει τεράστιες προβλέψεις κοντά στα 60 δισ. ευρώ (12,8 δισ. ευρώ μόνο το 2015) και μετά την ανακεφαλαιοποίηση του 2015 είναι αισιόδοξες. Σε πρόσφατη έκθεσή της, η Τράπεζα της Ελλάδος εκτίμησε ότι οι ελληνικές τράπεζες μπορούν να πουλήσουν δάνεια χωρίς να έχουν κεφαλαιακές επιπτώσεις. Αυτό είναι το βασικό σενάριο.
Οι ελληνικές τράπεζες μπορούν να πουλήσουν «κόκκινα» ναυτιλιακά δάνεια στο 12% της ονομαστικής αξίας, δάνεια μεγάλων επιχειρήσεων στο 25%, δάνεια μικρομεσαίων στο 35% και καταναλωτικά δάνεια στο 22%, χωρίς να «ροκανίσουν» το κεφαλαιακό απόθεμα που προκύπτει από τους υψηλούς δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας.
Σε αντίστοιχο παράδειγμα με αυτό της UniCredit, οι ελληνικές τράπεζες θα μπορούσαν να πουλήσουν το σύνολο των καταγγελμένων – και άρα εντελώς προβληματικών – δανείων ύψους περίπου 22 δισ. ευρώ στο 30% της αξίας τους, ήτοι στα 14 δισ. ευρώ, σε μία κεφαλαιακά ουδέτερη συναλλαγή.
Παρ'' όλα αυτά, οι τράπεζες ανησυχούν ότι στην περίπτωση που υπάρξουν νέες καθυστερήσεις στην αξιολόγηση θα αναγκαστούν να αναθεωρήσουν τους στόχους και στο δυσμενές σενάριο ενδέχεται να υποχρεωθούν να προβούν σε εσπευσμένες πωλήσεις. Επίσης, αν δεν ολοκληρωθεί έγκαιρα το πλαίσιο διαχείρισης και δεν θεσμοθετηθούν τα απαραίτητα εργαλεία, θα εμποδιστεί η ομαλή πρόοδος του σχεδίου μείωσης των «κόκκινων» δανείων, με την ΕΚΤ να παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις και να είναι έτοιμη να επιβάλει ρυθμιστικές και διοικητικές ποινές.