Του Γιώργου Φιντικάκη
Την επαναφορά των σεναρίων της Μικρής ΔΕΗ και της πώλησης υδροηλεκτρικών "φωτογραφίζει" η έκθεση της Κομισιόν για τη δεύτερη μεταμνημοναική αξιολόγηση της Ελλάδας, στο σημείο όπου αναφέρεται στις εξελίξεις γύρω από τη δημόσια επιχείρηση ηλεκτρισμού.
Δίχως να κατονομάζει τα συγκεκριμένα μέτρα, εντούτοις τα υπονοεί καθώς συνδέει το θέμα της πρόσβασης τρίτων στα λιγνιτικά αποθέματα με εκείνο της αργής μείωσης των μεριδίων της ΔΕΗ στην λιανική και με τη γενικότερη λειτουργία του ανταγωνισμού στην ελληνική αγορά ηλεκτρισμού. Είναι ο συνδυασμός αυτός που οδηγεί την Κομισιόν να κάνει και πάλι λόγο για πιθανές εναλλακτικές πολιτικές ή δομικά μέτρα, όροι που στην ουσία υποκρύπτουν την επαναφορά θέματος υδροηλεκτρικών μονάδων της ΔΕΗ.
«Η αποεπένδυση (σσ: των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ) βρίσκεται στο επίκεντρο όλων των ενεργειακών μεταρρυθμίσεων για το άνοιγμα των αγορών και την προσέλκυση επενδύσεων», σημειώνει η έκθεση, προσθέτοντας ότι «...αποτελούσε δέσμευση της Ελλάδας σχετικά με τον ανταγωνισμό. Εν ολίγοις, πρόκειται για ένα μεγάλο πισωγύρισμα (σσ: το ναυάγιο του διαγωνισμού για τους λιγνίτες) στην επίτευξη μιας βασικής μεταρρύθμισης και οι λύσεις για αυτή τη δομική πρόκληση αναπόφευκτα μετατίθενται για τα τέλη του 2019. Ασχέτως της μελλοντικής προόδου, η τωρινή κατάσταση σε αυτόν τον τομέα μπορεί να επιφέρει σκέψεις για εναλλακτικές δράσεις, αλλά και για επαναφορά των πλήρων ποσοτήτων ΝΟΜΕ δεδομένου του ότι το ποσοστό της ΔΕΗ εξακολουθεί να είναι πολύ πάνω από τον στόχο του 50%. Με βάση την προβλεπόμενη εξέταση των ΝΟΜΕ (σ.σ.: προβλέπεται για το Σεπτέμβριο), η πιθανή ανάγκη εναλλακτικών πολιτικών ή δομικών μέτρων θα συζητηθεί σε αυτό το πλαίσιο».
Στη πραγματικότητα αυτό που υπονοεί η έκθεση είναι ότι μετά το ναυάγιο για τους λιγνίτες, και παρά τις προσπάθειες που καταβάλλονται από το ΥΠΕΝ και τη DG Comp για τη προκήρυξη ενός νέου διαγωνισμού, είναι πιθανό να τεθεί κάποια στιγμή η αντιμετώπιση εκ του μηδενός, όλης της υπόθεσης της ηλεκτρικής αγοράς.
Το πρόβλημα ξεκινά από την αργή μείωση των μεριδίων της ΔΕΗ στην αγορά λιανικής, και την απόκλιση που αυτό σημειώνει από τους τεθέντες στόχους. Το μνημόνιο προέβλεπε ότι η ΔΕΗ όφειλε να έχει μειώσει το μερίδιό της στο 62,24% στα τέλη του 2018 (ωστόσο αυτό έκλεισε στο 80,29%) και στο τέλος του 2019 να έχει μειωθεί στο 49,24%.
Εφόσον προχωρούσε ο διαγωνισμός για τους λιγνίτες, αυτή η απόκλιση δεν θα είχε μεγάλη σημασία, καθώς είχε συμφωνηθεί, μετά την ολοκλήρωσή του, να συζητηθούν ξανά οι στόχοι. Τώρα όμως, μετά δηλαδή και το ναυάγιο, δεν υπάρχει στο τραπέζι της ελληνικής πλευράς το επιχείρημα «πουλήθηκαν οι μονάδες, επομένως θα αλλάξει συνολικά ο ανταγωνισμός στην αγορά ηλεκτρισμού».
Ταυτόχρονα, το εργαλείο για τη μείωση των μεριδίων της ΔΕΗ, δηλαδή οι αναγκαστικές δημοπρασίες (ΝΟΜΕ) πώλησης ποσοτήτων ενέργειας από την ίδια προς τον ανταγωνισμό σε χαμηλές τιμές, δεν έφερε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Και με βάση τη τελευταία συμφωνία με τους θεσμούς, η επαναξιολόγηση των αποτελεσμάτων των NOME στην αγορά που επρόκειτο να γίνει το Σεπτέμβριο του 2019, λογικά τώρα έρχεται πιο κοντά.
Έπειτα το μνημόνιο ορίζει ότι αν με τα εργαλεία που επιλέχτηκαν, δεν επιτευχθεί μια νέα δομή στην ηλεκτρική αγορά που να περιορίζει τον δεσπόζοντα παίχτη σε επίπεδα κάτω του 50%, θα εφαρμοστούν άλλα, αποδοτικότερα, δομικά μέτρα. Οι πάντες γνωρίζουν ότι κάτι τέτοιο σημαίνει ότι μπαίνει στο παιχνίδι το θέμα της πώλησης υδροηλεκτρικών μονάδων.
Όπως φαίνεται λοιπόν και από τις διατυπώσεις της έκθεσης, το ζήτημα παραμένει ανοικτό. Πολύ περισσότερο όταν υπάρχουν εξελίξεις σε ένα τρίτο θέμα, θεωρητικά άσχετο με τα παραπάνω, το οποίο παρόλα αυτά έχει τη δική του, βαρύνουσα σημασία, δηλαδή την έρευνα της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού της Κομισιόν σχετικά με την διαχείριση των υδροηλεκτρικών πόρων και μονάδων από τη ΔΕΗ.