Η ανατροπή δεδομένων που βιώνει η οικονομία λόγω της κρίσης του κορονοϊού δεν περιορίζεται μόνο στα κείμενα των κατεστημένων συνθηκών τα οποία αλλάζουν ή καταργούνται σε μια νύχτα ώστε να διευκολυνθεί η χρηματοδοτική στήριξη όσων πλήττονται.
Αφορά πλέον και τις ίδιες τις επιχειρήσεις στις οποίες επιβάλλονται αυστηροί περιορισμοί προκειμένου να λάβουν κρατική στήριξη, και με τα χρήματα των φορολογουμένων να πληρώνουν τους εργαζόμενούς τους ακόμη και να διασφαλίσουν την ίδια τους την επιβίωσή μέσα στην τρικυμία της κρίσης.
Τις τελευταίες ημέρες αρκετές ευρωπαϊκές χώρες -με τελευταία και πιο ηχηρή την περίπτωση της Γαλλίας που μόλις χθες προανήγγειλε σχετική νομοθετική ρύθμιση- επιχειρούν να θέσουν συγκεκριμένα κριτήρια στις επιχειρήσεις που επιδιώκουν να αντλήσουν δημόσιο χρήμα για να στηριχθούν.
Τα κριτήρια αυτά έχουν μέχρι στιγμής τρεις πυλώνες:
- ο πρώτος είναι να μην έχουν μεταφέρει την φορολογική τους έδρα σε φορολογικούς παραδείσους, δηλαδή σε χώρες οι οποίες βρίσκονται στη «μαύρη λίστα» της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως μη συνεργάσιμες χώρες στις οποίες μεταξύ άλλων περιλαμβάνονται ο Παναμάς, οι Σεϋχέλλες, οι Νήσοι Κέϊμαν, οι Παρθένες Νήσοι, κ.α. Δεν είναι ακόμη ξεκάθαρο αν στην πορεία θα τεθεί θέμα και για τις ευρωπαϊκές χώρες που αξιοποιούν τους πολύ χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές για να προσελκύσουν ευρωπαϊκές επιχειρήσεις όπως λ.χ η Ολλανδία, το Λουξεμβούργο, το Ηνωμένο Βασίλειο κ.α, ειδικά τώρα που μαίνεται η μάχη για το πανευρωπαϊκό πακέτο στήριξης του 1,8 τρισ. ευρώ μέσω του προϋπολογισμού της Ε.Ε.
- ο δεύτερος να μην ξοδεύουν χρήματα σε επαναγορές ιδίων μετοχών στα χρηματιστήρια, όπως συστηματικά κάνουν σήμερα μεγάλες και μικρότερες επιχειρήσεις για να απορροφήσουν την υπερπροσφορά μετοχών από μικρούς, μεγαλύτερους ή και βασικούς μετόχους.
- και ο τρίτος να μην καταβάλουν μερίσματα στους μετόχους για το 2020 και το 2021 εφόσον απολαμβάνουν το καθεστώς χρηματοδοτικής στήριξης από το Δημόσιο.
Το μήνυμα είναι πως όσες εταιρείες κάνουν είτε το ένα, είτε το άλλο, δεν θα δικαιούνται να πάρουν μερίδιο από τα μέτρα οικονομικής στήριξης μέσω των εθνικών προϋπολογισμών.
Μέχρι σήμερα μόλις τρεις ευρωπαϊκές χώρες έχουν μπει στον πειρασμό να θέσουν τέτοιους φραγμούς, οι οποίοι σε γενικές γραμμές δεν μοιάζουν παράλογοι ή τουλάχιστον δεν ηχούν δυσάρεστα στα αυτιά των φορολογουμένων δημιουργό.
Το έχει κάνει πρώτη η Πολωνία από τις 8 Απριλίου η οποία υποχρέωσε όσες επιχειρήσεις έχουν μεταφέρει την έδρα τους σε σε φορολογικούς παραδείσους αλλά επιθυμούν να λάβουν στήριξη από το κρατικό ταμείο διάσωσης των 6 δισ. ευρώ “να πληρώσουν τους φόρους που αντιστοιχούν στις εγχώριες επιχειρήσεις”. Ακολούθησε η Δανία η οποία επίσης απέκλεισε από κάθε χρηματοδοτική βοήθεια όσες εταιρείες βασίζονται σε φορολογικούς παραδείσους σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Και μόλις χθες πήρε τη σκυτάλη η Γαλλία, με τον υπουργό Οικονομικών Μπρούνο Λε Μερ να ανακοινώνει πως εταιρείες που είτε είναι εγγεγραμμένες, είτε ελέγχουν θυγατρικές σε «φορολογικά καταφύγια» δεν θα είναι επιλέξιμες προς στήριξη από το κρατικό πακέτο διάσωσης 110 δισεκατομμυρίων ευρώ. Στο ίδιο πλαίσιο αποκλεισμού η Γαλλία ενέταξε και όσες εταιρείες προχωρούν σε επαναγορές ιδίων μετοχών ή καταβάλλουν μερίσματα στους μετόχους τους, αξιοποιώντας τη ρευστότητα που έχουν συσσωρεύσει στο ταμείο τους.
Ειδικά η απόφαση της Γαλλίας, λόγω του μεγέθους της και της πολιτικοοικονομικής της επιρροής, να θέσει τέτοιους περιορισμούς, δημιουργεί νέα δεδομένα για όλη την Ε.Ε και εγείρει το ερώτημα αν θα ακολουθήσουν την πολιτική της και άλλες ευρωπαϊκές χώρες που είτε βρίσκονται στη θέση να χάνουν φορολογικά έσοδα προς όφελος τρίτων χωρών – φορολογικών παραδείσων, είτε θέλουν να περιορίσουν τα δυνητικά οφέλη των μετόχων εισηγμένων εταιρειών που ίσως σκεφτούν να ενθυλακώσουν μέρος των χρημάτων της κρατικής στήριξης μέσω των χρηματιστηρίων.
Το προφανές είναι πως υπάρχει ένα ισχυρό επιχείρημα ώστε οι κρατικοί πόροι που ξοδεύονται για τη στήριξη ευρωπαϊκών επιχειρήσεων να μην μεταφέρονται υπό τη μορφή υπεραξιών σε εξωτικούς παραδείσους ή μέσω μερισμάτων και επαναγοράς μετοχών, στους ιδιοκτήτες-μεγαλομετόχους των επιχειρήσεων. Επιπλέον είναι και το θέμα του φορολογικού ανταγωνισμού καθώς ευρωπαϊκοί κολοσσοί επιλέγουν να έχουν την έδρα ή θυγατρικές τους σε τέτοιους “παραδείσους” ώστε να μειώνουν τις φορολογικές τους υποχρεώσεις. Κάποιες εκτιμήσεις ερευνητών, ακόμη κι αν υποθέσει κανείς πως εμπεριέχουν δόσεις υπερβολής, ανεβάζουν παγκοσμίως την απώλεια φορολογικών εσόδων σε 500-600 δισ. δολάρια ετησίως από επιχειρήσεις που εδρεύουν σε φορολογικούς παραδείσους. Όσο δηλαδή είναι περίπου το πρώτο ευρωπαϊκό πακέτο στήριξης της οικονομίας.
Ανεξάρτητα αν συμφωνεί ή διαφωνεί κανείς με τέτοια περιοριστικά μέτρα, το γεγονός είναι πως ανοίγει πια μια μεγάλη συζήτηση που, από τη στιγμή που μπαίνει στη μέση κρατικό χρήμα, θα δρομολογήσει εξελίξεις με αντίκτυπο τόσο σε χώρες οι οποίες αξιοποιούν τα πλεονεκτήματα των φορολογικών τους συστημάτων για να προσελκύουν έσοδα από επιχειρήσεις άλλων ευρωπαϊκών χωρών, όσο και στους μετόχους των εισηγμένων ευρωπαϊκών επιχειρήσεων.