Στον τουριστικό κλάδο και δικαιολογημένα έχει πέσει το βάρος της οικονομίας και οι ελπίδες για μικρότερη ύφεση, όμως τα στοιχεία που έδωσε χθες στη δημοσιότητα η Τράπεζα της Ελλάδος υποδεικνύουν ότι η «βαριά βιομηχανία» της Ελλάδας δεν είναι χτισμένη σε τόσο γερές βάσεις όσο θα θέλαμε ή όσο νομίζαμε. Είναι λογικό οι προβολείς να στρέφονται στα σενάρια της ΤτΕ για τις ταξιδιωτικές εισπράξεις, από τα οποία προκύπτει ότι μία πτώση της τάξης του 60% θα οδηγούσε σε συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά 5,3% στο σύνολο του έτους.
Όμως, όπως σημειώνεται στην Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική 2019-2020, «προβληματισμό δημιουργεί το γεγονός ότι περίπου 1 στα 3 δάνεια του κλάδου του τουρισμού καταγράφεται ως ΜΕΔ (μη εξυπηρετούμενο δάνειο) παρά τον εξωστρεφή χαρακτήρα και την ανοδική πορεία του κλάδου τα τελευταία χρόνια».
Αν λοιπόν ένας κλάδος που καλπάζει καταρρίπτοντας το ένα ρεκόρ μετά το άλλο τα τελευταία χρόνια εμφανίζει τέτοια εικόνα, με πάνω από το 30% των δανείων να μην εξυπηρετούνται κανονικά, δεν είναι εύλογο ολόκληρη η υπόλοιπη οικονομία να βρίσκεται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας; Και πόσα μπορεί να περιμένει η ελληνική οικονομία από τον τουρισμό για να ανακάμψει ταχύτερα;
Παράγοντες της αγοράς τοποθετούν τα «κόκκινα» δάνεια του τουριστικού κλάδου στα 3 δισ. ευρώ, χωρίς να συνυπολογίζονται αυτά που άρχισαν να κοκκινίζουν μετά το lockdown, ενώ ο όγκος των ρυθμισμένων δανείων ξεπερνά τα 700 εκατ. ευρώ. Ένα μεγάλο ποσοστό από τα κόκκινα δάνεια του τουρισμού αφορά στο δανεισμό λίγων μεγάλων παικτών του χώρου, παρ’ όλα αυτά ο κλάδος ανησυχεί για την επόμενη ημέρα. Τα μέχρι στιγμής στοιχεία από τις τουριστικές αφίξεις είναι απογοητευτικά και η πανδημία δείχνει να επιταχύνει αντί να περιορίζεται διεθνώς, γεγονός που προκαλεί ακόμη μεγαλύτερη αβεβαιότητα. Με βάση τα στοιχεία της ΤτΕ, οι εισπράξεις από ταξιδιωτικές υπηρεσίες, οι οποίες αφορούν τον εισερχόμενο τουρισμό, ξεπέρασαν τα 18 δισ. ευρώ το 2019 και διαμορφώθηκαν σε 9,7% του ΑΕΠ.
Πριν λίγο καιρό, ο οίκος Moody’ s στην έκθεση που συνόδευε την απόφαση να υποβαθμίσει τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας σε «σταθερές» από «θετικές», ανέφερε ότι οι συνθήκες στον κλάδο του τουρισμού θα είναι βασική αιτία δημιουργίας νέων κόκκινων δανείων.
Αν υπάρχει ένα θετικό στοιχείο στην έκθεση της ΤτΕ είναι ότι στο τέλος Μαρτίου το ποσοστό των κόκκινων δανείων υποχώρησε για πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια κάτω από το 40% στο 37,4% που αντιστοιχεί σε 60,9 δισ. ευρώ. Όσον αφορά τη γενικότερη διάρθρωση των κόκκινων δανείων, το 55% αφορά επιχειρηματικά δάνεια, το 35% στεγαστικά και το 10% καταναλωτικά δάνεια. Επίσης, το 49,8% του υπολοίπου αφορά δανειακές συμβάσεις που έχουν ήδη καταγγελθεί από τις τράπεζες, το 29,7% δάνεια αβέβαιης είσπραξης και το 20,5% δάνεια σε καθυστέρηση μεγαλύτερη των 90 ημερών τα οποία δεν έχουν ακόμη καταγγελθεί. Επισημαίνεται ότι το 60% των κόκκινων δανείων που δεν έχουν ακόμη καταγγελθεί, έχει καθυστέρηση μεγαλύτερη του ενός έτους.
Το αντίστοιχο ποσοστό για τα στεγαστικά δάνεια διαμορφώνεται σε 72%, για τα επιχειρηματικά σε 46%, ενώ για τα καταναλωτικά σε 62%. Υψηλό παραμένει το ποσοστό των δανειοληπτών που έχουν αιτηθεί νομική προστασία (οι οφειλές τους αντιστοιχούν σε σχεδόν 15% του συνολικού υπολοίπου των μη εξυπηρετούμενων δανείων).
Επειδή οι αριθμοί πολλές φορές ζαλίζουν και οι προβλέψεις για την οικονομία χάνουν κάποια στιγμή την αξία τους αφού ο κόσμος ακούει πολλές διαφορετικές εκτιμήσεις και σενάρια
Ότι το ποσοστό των «κόκκινων» δανείων ήταν υψηλό στους περισσότερους κλάδους της οικονομίας ήταν γνωστό