Κρίνεται αύριο Τετάρτη σε μεγάλο βαθμό η παράταση της δημοσιονομικής χαλάρωσης και το 2022.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναμένεται να θέσει τα κριτήρια με τα οποία η Ε.Ε θα κληθεί να αποφασίσει τον Μάιο κατά πόσο οι συνθήκες δικαιολογούν τη συνέχιση του υφιστάμενου, χαλαρού δημοσιονομικού πλαισίου για μία ακόμη χρονιά. Μία τέτοια εξέλιξη θα δώσει την δυνατότητα και στην ελληνική κυβέρνηση να συνεχίσει τις πολιτικές στήριξης των πιο αδύναμων πολιτών και κυρίως όσων έχουν πληγεί από την πανδημία, Προς το παρών οι απόψεις στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι διχασμένες για το κατά πόσο απαιτείται η παράταση της δημοσιονομικής χαλάρωσης, αν και διαφαίνεται ότι οι υπέρμαχοι της επιλογής αυτής ελαφρώς υπερτερούν.
Στην παρούσα φάση οι οπαδοί της δημοσιονομικής χαλάρωσης έχουν έναν απρόσμενο σύμμαχο, τη Γερμανία, Η χώρα η οποία αποτελούσε τον θεματοφύλακα της δημοσιονομικής τάξης στην Ευρωζώνη, τόσο για λόγους εσωτερικής πολιτικής συγκυρίας (ομοσπονδιακές εκλογές το Σεπτέμβριο ) αλλά και εξαιτίας των μεγάλων αναγκών στήριξης που αντιμετωπίζει η οικονομία της, δεν επιτρέπουν στη Γερμανία στην παρούσα φάση να στηρίξει την άμεση επαναφορά των δημοσιονομικών κανόνων. Υπέρ της τάσης αυτής συνηγορούν και οι προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σύμφωνα με τις οποίες η οικονομία στην ευρωζώνη θα επανέλθει στα προ κρίσης επίπεδα περί τα μέσα του 2022. Όλα αυτά βέβαια ενέχουν ένα αρκετά υψηλό βαθμό αβεβαιότητας και τελούν υπό την αίρεση ότι οι εμβολιασμοί θα προχωρήσουν με ταχύτερο ρυθμό.
Η διατήρηση των χαλαρών δημοσιονομικών κανόνων δίνει σαφώς ανάσα και στο οικονομικό επιτελείο της Κυβέρνησης το οποίο μπορεί, στο βαθμό που επανέλθει η κανονικότητα στην αγορά ομολόγων μετά την πρόσφατη αναταραχή, να καλύψει για φέτος το αυξημένο έλλειμμα του Προϋπολογισμού. Ήδη το πακέτο των 7,5 δισ. ευρω για τη στήριξη της οικονομίας που είχε γραφτεί στον Προϋπολογισμό έχει πλέον ανέβει στα 11,5 δισ.ε υρω. Με το μικρότερο πακέτο το έλλειμμα που έπρεπε να καλυφθεί είχε Προϋπολογιστεί στα 14,7 δισ. ευρώ.
Ένα μέρος από τις υπερβάσεις μπορεί να καλυφθεί από τα ταμειακά διαθέσιμα όμως και αυτά δεν είναι ανεξάντλητα, παρόλο που αυξάνονται με τις υποχρεωτικές καταθέσεις φορέων του ευρύτερου Δημόσιου τομέα στο λογαριασμό που τηρεί το Δημόσιο στην Τράπεζα της Ελλάδος.
Ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Θ. Σκυλακάκης ανέφερε χθες ότι ι η οικονομική πλευρά της κρίσης έχει πολύ σημαντικές δημοσιονομικές επιπτώσεις και όπως είπε κόστισε 26 δισ. ευρώ σε ταμειακά διαθέσιμα έως το τέλος του 2020.
Ο υπουργός Οικονομικών Χρ. Σταϊκούρας είχε επισημάνει ότι στις αρχές του έτους τα διαθέσιμα του Δημοσίου ανέρχονταν σε 31 δισ. ευρώ.
Βέβαια, το Ελληνικό Δημόσιο διατηρώντας πρόσβαση στις αγορές μπορεί να καλύψει με δανεισμό το υπερβάλλον έλλειμμα. Όμως όπως έδειξε η πρόσφατη άνοδος στις αποδόσεις των ομολόγων, ο δανεισμός μπορεί να καταστεί ακριβός για το Δημόσιο. Επιπλέον, οι εξελίξεις αυτές έδειξαν πόσο εξαρτημένη είναι η Ελλάδα από τη ρευστότητα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Τούτο αποτυπώνεται όχι μόνο στις αποδόσεις των ομολόγων αλλά και στον Ισολογισμό της Τραπέζης της Ελλάδος. Σε αυτόν καταγράφεται η μεγάλη αύξηση των υποχρεώσεων της χώρας εντός του ευρωσυστήματος.
Το άνοιγμα αυτό της χώρας στο ευρωσύστημα (υποχρεώσεις στο ΤΑRGET) στο οποίο περιλαμβάνονται τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου που έχει αγοράσει η ΕΚΤ, ο δανεισμός των ελληνικών τραπεζών ( ο οποίος έφθασε πέρυσι τα 41,3 δισ. ευρω ), έφθασε τα 80,3 δισ. ευρω από 25,6 δισ. ευρω που ήταν το 2019.
Σε αντίστοιχο περίπου ύψος είχαν φθάσει οι υποχρεώσεις στο εξωτερικό της χώρας το 2016 (85,6 δισ. ευρω) αφού προηγουμένως μετά τον πρώτο χρόνο αριστερά και τα όσα ακολούθησαν το καταστροφικό 2015, είχαν εκτιναχθεί στα 113,5 δισ.ευρω.