Των Βασίλη Γεώργα – Προκόπη Χατζηνικολάου
Στροφή 180 μοιρών στη στρατηγική της διαπραγμάτευσης ετοιμάζεται να κάνει η κυβέρνηση κόντρα στις «κόκκινες γραμμές» που εξακολουθούν να επικαλούνται δημοσίως κορυφαία στελέχη της.
Βλέποντας την κλεψύδρα του χρόνου να αδειάζει σε βάρος της οικονομίας και τις συζητήσεις περί νομίσματος να ξαναφουντώνουν, η κυβέρνηση σκοπεύει να απευθύνει πρόσκληση επιστροφής του κουαρτέτου στην Αθήνα κατά το μεθαυριανό Euro Working Group και να αποδεχθεί ένα μεγάλο τμήμα από τα δημοσιονομικά μέτρα ύψους 4,5 δισ. ευρώ που βρίσκονται στο τραπέζι και ζητούνται ως εγγύηση για την επίτευξη των πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% που θα ισχύσουν μετά το 2018.
Το περίγραμμα του επώδυνου συμβιβασμού έχει ήδη αρχίσει να σχηματίζεται, και εκτός απροόπτου θα περιλαμβάνει από ελληνικής πλευράς την εξειδίκευση του «κόφτη» στις συντάξεις και τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης μέσω της περικοπής του αφορολόγητου ορίου, ενδεχομένως και την αύξηση του ΦΠΑ από το 13% στο 14,% ενώ από πλευράς Eurogroup η κυβέρνηση προσδοκά σε μια «ισχυρή δέσμευση» για την ενεργοποίηση του μεσοπρόθεσμου πακέτου παρεμβάσεων για την ελάφρυνση του χρέους μετά το 2018.
Το τελευταίο θα είναι ένα σημαντικό «κέρδος» στο πολιτικό αφήγημα του ΣΥΡΙΖΑ για να μπορέσει να υποστηρίξει κοινοβουλευτικά την ανάγκη της εκ των προτέρων θεσμοθέτησης των πρόσθετων μέτρων, αλλά και ενδεχομένως –αν επιλεγεί τελικά αυτή η στρατηγική- να ζητήσει στο όνομα της αναδιάρθρωσης του χρέους την ψήφιση τους στη Βουλή και από την αντιπολίτευση.
Οι διαδοχικές επαφές του υπουργού Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτου αύριο Τετάρτη με τον γάλλο υπουργό Οικονομικών Michel Sapin και την Πέμπτη πριν το EWG, με τον επίτροπο Οικονομικών Pierre Moscovici δεν αποτελούν την αρχή αλλά το επιστέγασμα των «παρασκηνιακών» διαπραγματεύσεων της Αθήνας οι οποίες έγιναν όλο αυτό το διάστημα με κύριο αίτημα να μειωθούν τα νέα βάρη που θα επωμιστεί προκαταβολικά η ελληνική οικονομία στο πλαίσιο της δεύτερης αξιολόγησης και της αναθεώρησης του μνημονίου.
Το αποτέλεσμα τους δεν αναμένεται να διασφαλίζει στην ελληνική κυβέρνηση το ζητούμενο. Το τελικό «πακέτο» μέτρων που θα ψηφιστεί και θα τεθεί εν υπνώσει ώστε να ενεργοποιηθεί ανάλογα με τις δημοσιονομικές ανάγκες τη διετία 2019-2020, θα το μάθουμε μετά το Euro Working Group της 12ης Ιανουαρίου και πιθανόν αναλυτικότερα στο επόμενο Eurogroup της 26ης Ιανουαρίου. Και αυτό καθώς παραμένει επιδίωξη της Αθήνας και ενός ισχυρού «μπλοκ» των δανειστών τα νέα μέτρα να αποτελέσουν συνάρτηση μιας ισχυρής δέσμευσης των ευρωπαίων για την ενεργοποίηση συγκεκριμένων «μεσοπρόθεσμων» παρεμβάσεων ελάφρυνσης του δημόσιου χρέους μετά την ολοκλήρωση του μνημονίου.
Προς το παρόν παραμένει άδηλο αν το Βερολίνο θα συναινέσει στην πίεση που ασκούν το ΔΝΤ και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για ποσοτικοποίηση των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος πριν το 2018. Ωστόσο, από ελληνικής πλευράς σύμφωνα με καλά πληροφορημένες πηγές ο κύβος έχει ήδη ριφθεί για να δεχτεί η κυβέρνηση τη νομοθέτηση μιας νέας δραστικής μείωσης στο αφορολόγητο όριο πολύ κάτω των 8.836 ευρώ ώστε να διασφαλιστούν φορολογικά έσοδα μόνιμης απόδοσης μετά το 2018, και παράλληλα να υπογραφεί όχι μόνο η χρονική επέκταση του δημοσιονομικού «κόφτη» αλλά και η αναλυτική εξειδίκευσή του νέου μηχανισμού σε ότι αφορά την επίδρασή του στις συντάξεις και τους μισθούς του δημοσίου.
Οι σχετικές συζητήσεις για το αφορολόγητο έχουν προχωρήσει σε βάθος και σύμφωνα με πληροφορίες οι πιθανότητες είναι συντριπτικά υπέρ μιας συμφωνίας για την περαιτέρω περικοπή του, ώστε να αποκρουστούν οι πιέσεις για μείωση των συντάξεων.Η μείωση του αφορολόγητου αποτελεί πάγια θέση του ΔΝΤ και είχε τεθεί και στο πλαίσιο της πρώτης αξιολόγησης με το επιχείρημα της διεύρυνσης της φορολογικής βάσης.
Στην περίπτωση που το αφορολόγητο μειωθεί στις 5.000 ευρώ από 8.636 ευρώ που είναι σήμερα τότε μισθωτοί και συνταξιούχοι ακόμη και όσοι αποκτούν πολύ χαμηλά εισοδήματα θα βρεθούν αντιμέτωποι με μεγάλες φορολογικές επιβαρύνσεις και το σοκ που θα υποστούν θα είναι ιδιαίτερα ισχυρό. Η έκπτωση φόρου από 1.900 ευρώ που ισχύει σήμερα για τον άγαμο μισθωτό και συνταξιούχο θα μειωθεί στα 1.100 ευρώ. Μισθωτοί και συνταξιούχοι με πραγματικά ετήσια εισοδήματα πάνω από 5.000 ευρώ θα κληθούν είτε για πρώτη φορά να πληρώσουν φόρο για τα εισοδήματά τους είτε θα πληρώσουν υψηλότερο φόρο εισοδήματος έως και 800 ευρώ ετησίως.
Στην περίπτωση που η κυβέρνηση δεχθεί και νέα αύξηση του ΦΠΑ και συγκεκριμένα του χαμηλού συντελεστή από το 13% στο 14% θα πλήξει τους φορολογούμενους καθώς ο μειωμένος συντελεστής επιβάλλεται σε αγαθά και υπηρεσίας όπως τα νωπά τρόφιμα και το ηλεκτρικό ρεύμα. Η αύξηση θ δημιουργήσει προβλήματα και στην ανταγωνιστικότητα του τουριστικού προϊόντος. Τα έσοδα ύψους περίπου 500 εκατ. ευρώ που υπολογίζει το οικονομικό επιτελείο ενδεχομένως να μην φθάσουν ποτέ στα ταμεία του δημοσίου. Αντίθετα, σε συνδυασμό με τα σκληρά μέτρα που εφαρμόζονται από την 1η Ιανουαρίου είναι πολύ πιθανόν να διογκώσει τη φοροδιαφυγή.
Στο μέτωπο της συνταξιοδοτικής δαπάνης, πάντως, η κυβέρνηση δια του Ευκλείδη Τσακαλώτου έχει ήδη ανοίξει δημόσια το παράθυρο του συμβιβασμού όχι μόνο αποδεχόμενη την ψήφιση ενός ισχυρότερου μηχανισμού δημοσιονομικών περικοπών μετά το 2018 αλλά και -μέσω της επιστολής στον ESM- έχει ήδη αποδεχθεί (προς το παρόν για το 2017) την δέσμευση ότι οι τυχόν περικοπές στο μέλλον θα εστιάζουν στις συντάξεις.
Το συνταξιοδοτικό είναι ένα θέμα που εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να θεωρείται ότι έχει κλείσει στην Ελλάδα δεδομένου ότι σύμφωνα με τις νέες δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί από το τρίτο μνημόνιο η κυβέρνηση θα πρέπει να εντάξει στο σύστημα μέχρι το τέλος του 2017 περίπου 160.000 συντάξεις οι οποίες δεν έχουν αρχίσει ακόμη να αποδίδονται, με αποτέλεσμα η δαπάνη το 2018 να είναι αναμένεται αυξημένη κατά τουλάχιστον 1-1,5 δισ. ευρώ.