Τέσσερις με πέντε το πολύ νέες ενεργειακές μονάδες χωρά η ελληνική αγορά στην μετά λιγνίτη εποχή, ωστόσο στο τραπέζι βρίσκονται διπλάσια σε αριθμό και σε αξία σχέδια.
Σε μια κούρσα κατασκευής σταθμών φυσικού αερίου νέας γενιάς που θα αντικαταστήσουν τους λιγνίτες της ΔΕΗ, οι «μεγάλοι» του χώρου, πατούν γκάζι δρομολογώντας ή έχοντας ανακοινώσει επενδύσεις συνολικού ύψους πάνω από 2 δισ. ευρώ και συνολικής ισχύος 5.260 MW. Εξ αυτών θα γίνουν οι μισές. Το ηλεκτρικό σύστημα της χώρας ούτε «χωρά» όλα αυτά τα έργα, ούτε τα χρειάζεται.
Τέσσερις – πέντε ωστόσο νέες μονάδες, χωρίς πλέον τον κυρίαρχο ρόλο της ΔΕΗ, συνιστούν μια κρίσιμη μάζα ικανή να χαράξει ξανά τον επιχειρηματικό χάρτη και να δημιουργήσει έδαφος για νέες συμμαχίες, καθώς συνιστούν επενδύσεις άνω του 1,5 δισ ευρώ.
Συνυπολογίζοντας την μελλοντική ζήτηση ρεύματος, τα σενάρια διείσδυσης των ΑΠΕ, τις μελέτες επάρκειας για την ασφάλεια της χώρας, το πρόσφατο deal των ΤΕΡΝΑ- Motor Oil για από κοινού μονάδα 877 MW στην Κομοτηνή, αλλά και εκείνη της Mytilineos (826 MW) στα Άσπρα Σπίτια που ολοκληρώνεται στα τέλη του έτους, οι ειδικοί «βλέπουν» χώρο για δύο ακόμη μεγάλες μονάδες.
Δύο που θα είναι ανάμεσα σε αυτές των Elpedison με άδεια για 826 MW στην Θεσσαλονίκη, του ομίλου Κοπελούζου (840 MW στην Αλεξανδρούπολη) όπου έχει «κλειδώσει» συμμετοχή με 25% της ESM από την Β.Μακεδονία, της ElvalHalkor (651MW) και του ομίλου Καράτζη στην Λάρισα (660 MW). Στο παιχνίδι πάντα και η ΔΕΗ, καταρχήν με την ειλημμένη απόφαση μετατροπής της λιγνιτικής Πτολεμαίδας 5 σε φυσικό αέριο (660 MW), αλλά και με την πρόσφατη άδεια για μoνάδα στην Κομοτηνή (660 MW).
Αθροίζοντας όλα τα παραπάνω προκύπτει μια πρωτοφανής σε όγκο ισχύς πάνω από 5.000 MW, όταν σύμφωνα με τα πλέον αισιόδοξα σενάρια για την κατανάλωση ενέργειας στο τέλος της δεκαετίας και την ένταξη νέων έργων ΑΠΕ, μετά το πλήρες σβήσιμο των λιγνιτικών σταθμών, θα απαιτηθούν το πολύ 3.900 νέα MW.
Οι «τυχεροί»
Το ποιες θα είναι αυτές οι δύο «τυχερές» μονάδες θα κριθεί την επόμενη διετία. Αν η διείσδυση αιολικών, φωτοβολταικών και άλλων τεχνολογιών ΑΠΕ δεν είναι μεγάλη, τότε ασφαλώς και θα υπάρξει ανάγκη για δύο τουλάχιστον ακόμη μονάδες φυσικού αερίου, αφού στη μετά λιγνίτη εποχή, κάποιος πρέπει να ρευματοδοτεί τις ανάγκες της χώρας. Αντίθετα, αν οι ΑΠΕ σπάσουν όλα τα ρεκόρ και φανεί ότι επιτυγχάνεται ο στόχος του 2030 το 63% της ενεργειακής ζήτησης της χώρας να καλύπτεται από «πράσινη» ενέργεια, γεγονός που μεταφράζεται σε 17 GW ΑΠΕ στο τέλος της δεκαετίας, τότε προφανώς δεν θα χρειαστούν τόσες μονάδες φυσικού αερίου. Δεν θα είναι βιώσιμες με όρους αγοράς, αφού ένα μεγάλο μέρος συναλλαγών στο χρηματιστήριο ενέργειας θα καλύπτεται από τις ολοένα και φθηνότερες λόγω πτώσης κόστους, ΑΠΕ.
Τα οφέλη από τις νέες μονάδες φυσικού αερίου είναι πολλαπλά. Αφενός για τον εθνικό ενεργειακό εφοδιασμό, ενόψει του «σβησίματος» μέχρι το 2025 και του τελευταίου λιγνιτικού σταθμού, αφετέρου γιατί θα παρέχουν την απαραίτητη ευελιξία στο σύστημα, προκειμένου αυτό να «σηκώσει» όσο το δυνατόν περισσότερες πράσινες επενδύσεις.
Το πεδίο ανταγωνισμού που δημιουργούν οι νέες μονάδες σημαίνει ότι οι καθετοποιημένοι όμιλοι θα μπορούν να κατεβάσουν τα κόστη τους, άρα να γίνουν στην λιανική ακόμη πιο ανταγωνιστικοί έναντι των μικρότερων παικτών. Εταιρείες μικρές και μη καθετοποιημένες θα βρεθούν στο άμεσο μέλλον μαθηματικά σε δυσμενέστερη θέση απ' ότι σήμερα και δύσκολα θα μπορέσουν να σταθούν σε αυτή την νέα αγορά χωρίς συμμαχίες ή πρόσδεση στο άρμα μεγαλύτερων παικτών.
Το τοπίο θα αρχίσει να ξεκαθαρίζει μέσα στο 2022 και για ένα ακόμη λόγο. Η βιωσιμότητα των νέων μονάδων φυσικού αερίου δεν μπορεί να διασφαλισθεί χωρίς αποζημίωση. Πλην κάποιων εξαιρέσεων, η συντριπτική πλειοψηφία των επενδυτών θα αναμένει για να λάβει την τελική επενδυτική απόφαση, την κατάθεση από το υπουργείο Ενέργειας στην Κομισιόν και την έγκριση από αυτήν, του μηχανισμού αμοιβής ισχύος (CRM).
Ενός μοντέλου υποστήριξης των νέων μονάδων των ιδιωτών ηλεκτροπαραγωγών ή και της ΔΕΗ που πρόκειται να ενταχθούν στην αγορά, λόγω και της αυξανόμενης πίεσης που δέχεται και θα συνεχίσει να δέχεται το ενεργειακό κόστος από την κούρσα των τιμών CO2, που από τα 25 ευρώ ο τόνος πέρυσι, βρίσκονται σήμερα στα 51 ευρώ, με τις προβλέψεις να μιλούν για 100 ευρώ τα επόμενα χρόνια.