Θα βάλει η υπαναχώρηση της Ρωσίας από τη συμφωνία για τη διάθεση των σιτηρών της Ουκρανίας «φωτιά» στις τιμές των τροφίμων; Θα συγκρατήσει το «καλάθι του νοικοκυριού» τις ανατιμήσεις τουλάχιστον στα βασικά είδη διατροφής; Μήπως η ενεργοποίησή του θα δώσει το «σύνθημα» για μεγαλύτερες ανατιμήσεις στα υπόλοιπα προϊόντα που δεν θα αναγράφονται στις λίστες και στις ηλεκτρονικές εφαρμογές;
Ενώ σε λίγες ώρες ανακοινώνονται από την Eurostat τα στοιχεία για την πορεία του πληθωρισμού κατά τον μήνα Οκτώβριο, το ενδιαφέρον επικεντρώνεται πλέον στο κόστος της διατροφής. Το φυσικό αέριο, παρά την ανοδική αντίδραση της προηγούμενης Παρασκευής, κλείνει το μήνα με σημαντική πτώση συγκριτικά με τον Σεπτέμβριο ενώ πλέον περιορίζεται η ετήσια μεταβολή. Στο ηλεκτρικό ρεύμα, οι τιμές έχουν συγκρατηθεί λόγω και του μόνιμου μηχανισμού που έχει ενεργοποιήσει η κυβέρνηση. Στα καύσιμα κίνησης η εικόνα είναι χειρότερη σε σχέση με πέρυσι αλλά πλέον το τοπίο έχει περίπου σταθεροποιηθεί (αν και ουδείς γνωρίζει τι μας επιφυλάσσει το μέλλον).
Αν λοιπόν υπάρχει μια κατηγορία προϊόντων που μπορεί να ρίξει ακόμη περισσότερο λάδι στη φωτιά του πληθωρισμού είναι τα τρόφιμα. Η επίπτωση είναι και άμεση -καθώς όλοι καταναλώνουν τρόφιμα και αυτό ανεβάζει τον συντελεστή βαρύτητας στο καλάθι του πληθωρισμού- αλλά και έμμεσα καθώς όλοι προσπαθούν να αντισταθμίσουν το πρόσθετο κόστος ανεβάζοντας τις τιμές στα δικά τους προϊόντα (εφόσον φυσικά μπορούν).
Υπό φυσιολογικές συνθήκες, θα περίμενε κανείς ότι σήμερα η Eurostat θα ανακοίνωνε μείωση στον πληθωρισμό της Ελλάδας. Βέβαια, μέχρι και τις 12:00 το μεσημέρι που θα βγει η ανακοίνωση, πολλοί θα έχουν την αμφιβολία τους καθώς ήδη τα νέα που φτάνουν από άλλες ευρωπαϊκές χώρες (και κυρίως από Ιταλία και Γερμανία δεν είναι ενθαρρυντικά). Θα κάνει η Ελλάδα τη διαφορά;
Θα φανεί αλλά σε μεγάλο βαθμό αυτό εξαρτάται από τα τρόφιμα. Οι ανατιμήσεις είναι πολύ μεγάλες σε βασικές κατηγορίες όπως το κρέας, το λάδι, τα μακαρόνια το ψωμί. Αν λοιπόν ο πληθωρισμός επιμείνει και τον Οκτώβριο στο επίπεδο του 11% και πάνω, τότε ο στόχος του να συγκρατηθεί ο μέσος ετήσιος πληθωρισμός κοντά στο 9% μάλλον δεν θα επιτευχθεί. Αυτό θα έχει συνέπειες: αύξηση των δημοσίων δαπανών για την επόμενη χρονιά αλλά και επίπτωση στο διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών. Τεχνηέντως, το υπουργείο Οικονομικών θα βρει τρόπο να «σπρώξει» τις δαπάνες για την μεγαλύτερη αύξηση των συντάξεων το 2024 (με διορθωτική αύξηση από τον Ιανουάριο του 2024). Όσο υψηλότερος όμως θα είναι ο πληθωρισμός, τόσο πιο δύσκολη θα γίνεται η κατάσταση για τα νοικοκυριά και την συνολική ζήτηση της οικονομίας.