Του Γιώργου Φιντικάκη
Έκανε ποδαρικό με την προσδοκία ότι έπειτα από ένα καταστροφικό 2015, η πολιτική και η οικονομική ηρεμία στη χώρα, θα επανέρχονταν έστω και δύσκολα, από το δεύτερο εξάμηνο και μετά.
Και αντί γι' αυτό, το 2016 φεύγει μέσα σε ένα κλίμα από παροχές, κορδέλες, εγκαίνια, και μια μετωπική σύγκρουση Τσίπρα - Σόιμπλε. Κυρίως όμως η αυλαία του 2016 πέφτει μέσα σε ένα ξεφούσκωμα προσδοκιών και (λάθος) αφηγημάτων που απειλεί να υπονομεύσει και το 2017.
Σε επίπεδο οικονομίας, υπάρχουν πολλοί τρόποι για να προσεγγίσει κανείς τη χρονιά που κλείνει. Είτε μέσα από τη διένεξη Αθήνας και Βερολίνου-ΔΝΤ για τα δημοσιονομικά, είτε υπό το πρίσμα των υπερβολικών φόρων που θρέφουν τα πλεονάσματα, αλλά μπορεί και μέσα από τα μεγάλα γεγονότα σε επίπεδο επενδύσεων : Την πώληση του ΟΛΠ στη Cosco, την δρομολογημένη συμφωνία για την παραχώρηση των αεροδρομίων στους Γερμανούς, την πώληση του Αστέρα Βουλιαγμένης.
Ακόμη πιο διδακτικό όμως είναι να μελετήσει κανείς τα αθόρυβα. Οι ηχηρές αντιπαραθέσεις για την αξιολόγηση που όλο τελειώνει και όλο αναβάλλεται, κρύβουν την μόνιμα επιφυλακτική "ματιά" των ξένων επενδυτικών κεφαλαίων για το project Ελλάδα, τις μεταρρυθμίσεις που όλο επιταχύνονται και όλο καθυστερούν, τα δείγματα γραφής που παραμένουν τα ίδια που ήταν πριν μήνες και πριν χρόνια.
Το γεγονός ότι η Ελλάδα θεωρείται απ' όλους σημαντικός επενδυτικός προορισμός από οικονομικής και γεωστρατηγικής άποψης σε τομείς όπως οι μεταφορές, η ενέργεια, και ο τουρισμός, είναι η μόνη σταθερά. Στα λόγια ουδείς το αμφισβητεί.
Στην πράξη όμως, όποιος συνομιλεί με τράπεζες και ανθρώπους που έχουν εικόνα για το πως μας βλέπουν οι ξένοι, αντιλαμβάνεται ότι ο χρόνος κατά τον οποίο θα μετουσιωθεί όλο αυτό το ενδιαφέρον σε πράξη, ακόμη αγνοείται.
'Η μάλλον εξαρτάται από μια γρήγορη διευθέτηση της αξιολόγησης που δεν φαίνεται να υπάρχει, πόσο μάλλον όταν οι δανειστές δεν φοβούνται το ενδεχόμενο αναταράξεων στην Ευρώπη από μια νέα εκλογική αναμέτρηση στην Ελλάδα.
Επομένως, όσο η κυβέρνηση θα αιφνιδιάζει με παροχές που μυρίζουν εκλογές, τόσο οι δανειστές θα αγριεύουν, και θα πετούν ακόμη πιο μακριά τη μπάλα για να την πιάσει η Ελλάδα στο γήπεδο της αξιολόγησης. Και όσο η κυβέρνηση θα προσπαθεί να διώξει το ΔΝΤ από το 3ο Μνημόνιο, τόσο αυτό θα εξακολουθεί να καθορίζει την τύχη του, αφού πολύ απλά πίσω από τις υποδείξεις Τόμσεν βρίσκεται ο Σόιμπλε.
Μέχρι πότε θα "παίζουμε" άμυνα
Εντέλει, όσο δεν κλείνει η β' αξιολόγηση, τόσο η οικονομία θα παραμένει όμηρος του αδιεξόδου μεταξύ κυβέρνησης και δανειστών - σημειωτέον ότι το ελληνικό δεκαετές ομόλογο βρισκόταν και χθες καρφωμένο πάνω από 7,18%- και όσο το αδιέξοδο αυτό θα παρατείνεται, τόσο θα πλησιάζουν οι εκλογές, έστω και ως ατύχημα.
Το κλίμα αυτό αποτυπώνεται παντού στην οικονομία και τις επιχειρήσεις. Μικρές και μεγάλες, είχαν προετοιμαστεί ότι το κλίμα θα άλλαζε, ζουν ωστόσο άλλοι λιγότερο και άλλοι περισσότερο, μια κατάρρευση των προσδοκιών, δίχως να ξέρουν αν θα αντέξουν μια ακόμη χρονιά πίεσης.
Διαβάζουν τις φιλόδοξες εκτιμήσεις του προϋπολογισμού για ανάπτυξη 2,7% του χρόνου, βιώνουν ωστόσο μια αντιδιαμετρική πραγματικότητα. Σε αυτή την ιδιότυπη κατάσταση όπου οι μεν κυβέρνηση επιμένει ότι επιτέλους γυρίζουμε σελίδα, αλλά η πραγματική οικονομία δεν το βλέπει, όλες οι κινήσεις του επιχειρηματικού κόσμου δείχνουν "άμυνα", όχι επέκταση.
Και η εικόνα στο λιανεμπόριο
Αποτυπώνεται και στο λιανεμπόριο αυτή η εικόνα. Στο ενδεκάμηνο οι πωλήσεις τροφίμων στις λιανεμπορικές αλυσίδες καταγράφουν υποχώρηση 7,4%, σύμφωνα με τις εταιρείες μέτρησης, ποσοστό που δεν φαίνεται ικανό να μαζευτεί τις τελευταίες ημέρες του Δεκεμβρίου, όπου παραδοσιακά πραγματοποιείται το 20-25% του ετήσιου τζίρου. Οι ειδικοί προβλέπουν ότι η χρονιά θα κλείσει με μείωση τζίρου 7%, έναντι εκτιμήσεων για μείωση 4% τον περασμένο Μάρτιο. Απώλειες που αποδίδονται στην συνεχιζόμενη συρρίκνωση του μέσου εισοδήματος, την υπερφορολόγηση, την ανεργία, και την παρατεταμένη ανασφάλεια που αναγκάζει τους καταναλωτές να περιορίζουν το καλάθι τους σε φθηνότερα και λιγότερα προϊόντα.
Αλλά ακόμη και σε επίπεδο μεγάλων βιομηχανικών επιχειρήσεων, όπως οι όμιλοι Μυτιληναίου και Βιοχάλκο, πίσω από τις πρόσφατες ηχηρές ανακοινώσεις περί συγχωνεύσεων, διαβάζει κανείς την συστηματική προσπάθεια να αποτινάξουν από πάνω τους το ελληνικό ρίσκο.
Δεν είναι υπερβολή να πει κανείς ότι ακόμη και επιχειρηματίες που είχαν επενδύσει στη κυβέρνηση, κάθονται πλέον σε αναμμένα κάρβουνα. Είχαν πιστέψει στο αφήγημα ότι μέχρι το τέλος του έτους θα είχαμε συμφωνία για το χρέος, έπειτα θα μπούμε στην ποσοτική χαλάρωση, και μετά το επενδυτικό κλίμα θα γυρίσει. Αλλά το αφήγημα ήταν μάλλον λάθος. Πόσο μάλλον όταν μετά τις παροχές της κυβέρνησης, οι δανειστές πήραν πίσω τα υπεσχημένα βραχυπρόθεσμα μέτρα για την ελάφρυνση του χρέους, το ξεπάγωμα των οποίων έχει συνδεθεί με την πορεία της δεύτερης αξιολόγησης.
Το "συννεφάκι" στο οποίο ζούσαν προ μερικών μηνών κάποιοι επιχειρηματίες και θεσμικοί παράγοντες του χώρου της οικονομίας, απειλεί να δώσει τη θέση του σε ένα άλλο "σύννεφο", το να μην υπάρξει συμφωνία για την αξιολόγηση ούτε τον Ιανουάριο. Κάτι, που όπως παραδέχθηκε ο υπ.Οικονομικών Ευ. Τσακαλώτος στην πρόσφατη συνέντευξή του στην "Εφημερίδα των Συντακτών" θα πυροδοτήσει ένα νέο κύκλο αβεβαιότητας.