Η Άμπυ Τζόζεφ Κόεν, συνταξιούχος πλέον, ήταν για μεγάλο χρονικό διάστημα επικεφαλής του τμήματος επενδυτικής στρατηγικής της επενδυτικής τράπεζας Goldman Sachs. Μιλώντας προ ημερών στο Barron’s ανέφερε κάποιες από τις επενδυτικές της επιλογές σε αυτή την πολύ δύσκολη περίοδο που διανύουν οι αγορές και η οικονομία. Θα σταθούμε σε μία επιλογή, αυτήν της ιαπωνικής εταιρείας Fanuc (6954 TOKYO).
Η εταιρεία αυτή είναι από τις μεγαλύτερες στον κόσμο στον τομέα της κατασκευής ρομπότ για χρήση σε βιομηχανικές εφαρμογές. Δεν ξέρουμε πώς ακριβώς θα αποδώσει στο μέλλον η επιλογή της Κόεν, όμως ο συγκεκριμένος τομέας είναι ήδη στο επίκεντρο όχι μόνο του χρηματιστηριακού και επιχειρηματικού ενδιαφέροντος αλλά και του γεωπολιτικού.
Για το επιχειρηματικό και επενδυτικό ενδιαφέρον δεν χρειάζεται να πούμε πολλά, καθώς είναι ένας τομέας γνωστός στους επενδυτές. Πολλές μεγάλες επιχειρήσεις, κυρίως στην αυτοκινητοβιομηχανία αλλά και σε άλλους τομείς της μεταποίησης χρησιμοποιούν όλο και περισσότερο τους αυτοματισμούς αλλά και ρομπότ τα οποία αναλαμβάνουν καθήκοντα που μέχρι τώρα εκτελούνται από εργαζόμενους.
Μέχρι τώρα, αυτό γινόταν κυρίως για τη μείωση του κόστους παραγωγής, την αύξηση του επιπέδου ασφαλείας μέσα στα εργοστάσια ή τις αποθήκες και βέβαια για την αύξηση των περιθωρίων κέρδους. Τώρα πλέον έχουν μπει στη μέση και άλλοι παράγοντες, που έχουν σχέση με γεωπολιτικά θέματα, με την ευρεία έννοια.
Τα κράτη που κοιτούν στο μέλλον γνωρίζουν πλέον, μετά τα γεγονότα της τελευταίας διετίας, πως ένα μέρος της παραγωγικής διαδικασίας της οικονομίας τους πρέπει να επιστρέψει στη χώρα, στα πλαίσια της ανασύνθεσης των εφοδιαστικών αλυσίδων που αρχίζει σταδιακά να λαμβάνει χώρα στον κόσμο.
Όμως, τουλάχιστον για τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης και την Ιαπωνία, το εγχείρημα αυτό πέρα από τις τεχνικές του δυσκολίες απαιτεί την ύπαρξη πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού και αύξηση του πληθυσμού της χώρας.
Τη στιγμή που ο πληθυσμός μειώνεται, με ταυτόχρονη αύξηση του μέσου όρου ηλικίας, η «επαναβιομηχανοποίηση» δεν θα μπορεί να γίνει πολύ εύκολα, ακόμα και στις ΗΠΑ, αφού ακόμα και εκεί παρατηρούνται μεγάλες δυσκολίες στην προσπάθεια προσέλκυσης εργατικού δυναμικού. Η χρήση των ρομπότ είναι μία ενδιαφέρουσα λύση για αυτό το πρόβλημα που λογικά θα το βλέπουμε να διογκώνεται με την πάροδο του χρόνου.
Από την άλλη μεριά, οι χώρες της Δύσης δεν είναι οι μόνες που νιώθουν πως έχουν ανάγκη τη χρήση ρομπότ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Κίνα, η οποία είναι η πρώτη χώρα κάθε χρόνο στην εγκατάσταση ρομπότ σε βιομηχανικές εγκαταστάσεις. Η χώρα γνωρίζει πως έχει περάσει ο καιρός που μπορούσε να μεγαλώνει με γρήγορα βήματα και να ανταγωνίζεται τις πιο προηγμένες βιομηχανικά χώρες με βασικό όπλο τις χαμηλές αμοιβές του εργατικού της δυναμικού.
Ούτως ή άλλως, οι αμοιβές των εργαζομένων στον τομέα της μεταποίησης έχουν ήδη μειώσει σημαντικά το χάσμα από τις αμοιβές των εργαζομένων των δυτικών χωρών. Παραμένουν βέβαια σαφώς πιο χαμηλές, αλλά δεν αρκούν για να δώσουν ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα στις επιχειρήσεις της χώρας, ενώ είναι σημαντικά υψηλότερες από τις αμοιβές σε άλλες λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες όπως το Βιετνάμ.
Έτσι, οι κινεζικές επιχειρήσεις έχουν αποφασίσει να δώσουν μεγάλο βάρος στην υιοθέτηση της ρομποτικής, χρηματοδοτώντας πλήθος νέων εταιρειών.
Πού βρίσκεται όμως αυτή τη στιγμή η κινεζική αγορά ρομποτικής; Η αλήθεια είναι πως κυριαρχείται από εταιρείες που δεν έχουν τη βάση τους στην Κίνα. Μερικά από τα γνωστότερα ονόματα είναι η ελβετοσουηδική ABB (ABB NYSE), η ιαπωνική Fanuc με την οποία ξεκινήσαμε, η επίσης ιαπωνική Yaskawa (6506 TOKYO) και η Kuka (KU2 XETRA) η οποία προς το παρόν εδρεύει στην Αυγούστα (Augsburg) της Γερμανίας αλλά αυτό θα αλλάξει μάλλον σύντομα.
Αυτές οι τέσσερις κατέχουν περίπου το 50% της κινεζικής αγοράς, στην οποία δραστηριοποιούνται επίσης πάρα πολλές ιαπωνικές κορεατικές και κινεζικές επιχειρήσεις. Προς το παρόν, οι κινεζικές επιχειρήσεις δεν παράγουν ρομπότ υψηλών προδιαγραφών, αυτό όμως δεν θα κρατήσει για πολύ ακόμα.
Οι μεγαλύτερες διεθνείς εταιρείες έχουν ήδη δημιουργήσει κοινές εταιρείες με Κινέζους εταίρους, οι οποίοι παίρνουν πολύτιμη τεχνογνωσία. Η ABB και η Fanuc έχουν τέτοιες εταιρείες ενώ η Kuka εξαγοράστηκε πριν μερικά χρόνια από την κινεζική εταιρεία οικιακών συσκευών Midea και έχει αρχίσει να μεταφέρει το βάρος των δραστηριοτήτων της προς την Κίνα.
Τι γίνεται όμως παγκοσμίως, πως εξελίσσεται η στροφή προς την αυτοματοποίηση και τη μαζική χρήση ρομπότ; Παραπάνω αναφέραμε πως η Κίνα προηγείται στην ετήσια εγκατάσταση ρομπότ. Σύμφωνα με στοιχεία της International Federation of Robots (IFR), το 2020 (δεν υπάρχουν νεότερα οριστικά στοιχεία), στην Κίνα εγκαταστάθηκαν 168.400 βιομηχανικά ρομπότ, ενώ στην Ιαπωνία 38.700, στις ΗΠΑ 30.800, στη Νότια Κορέα 30.500 και στη Γερμανία 22.300.
Σε όλο τον κόσμο, το 2020 εγκαταστάθηκαν 384.000 ρομπότ σε εργοστάσια. Στο τέλος του 2020 υπήρχαν περίπου 3 εκατομμύρια εγκατεστημένα βιομηχανικά ρομπότ, και ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησής τους ήταν 13% από το 2015 μέχρι και το 2020. Κοιτάζοντας τα διάφορα στατιστικά που μας δίνει η IFR, παρατηρούμε αμέσως πως, μέσα στο 2020, το 43,8% των ρομπότ εγκαταστάθηκε στην Κίνα, ενώ το 69,2% στην Ασία.
Είναι προφανές πως η Ασία κινείται πολύ γρήγορα, αν και πρέπει να επισημάνουμε πως τα ρομπότ που εγκαθίστανται στην Κίνα δεν είναι τόσο τεχνολογικά προηγμένα όσο αυτά των άλλων χωρών, τουλάχιστον προς το παρόν. Ένα πολύ ενδιαφέρον στατιστικό στοιχείο, που μας δείχνει και την πρόοδο κάθε χώρας στον τομέα είναι η πυκνότητα ρομπότ στη μεταποιητική βιομηχανία κάθε χώρας.
Εδώ προηγείται με χαώδη διαφορά η Νότια Κορέα η οποία είχε (στο τέλος του 2020) 932 εγκατεστημένα ρομπότ για κάθε δέκα χιλιάδες εργαζόμενους στον τομέα της μεταποίησης. Ακολουθεί η Σιγκαπούρη με 605, η Ιαπωνία με 390, η Γερμανία με 374, η Σουηδία με 289, το Χονγκ Κονγκ με 275, οι ΗΠΑ με 255, η Ταϊβάν με 248 και η Κίνα με 246.
Δύο πράγματα μπορούμε να παρατηρήσουμε εδώ. Το πόσο μπροστά είναι η Νότια Κορέα, αλλά και η Ιαπωνία με την Γερμανία και το γεγονός πως οι ΗΠΑ και η Κίνα έχουν την ίδια σχεδόν επίδοση, ενώ αξίζει να αναφέρουμε πως οι υπόλοιπες χώρες που συμπληρώνουν την πρώτη εικοσάδα είναι όλες ευρωπαϊκές, με την εξαίρεση του Καναδά, και μέσα σε αυτές είναι και τρεις χώρες του πρώην Ανατολικού Μπλοκ (η Τσεχία, η Σλοβακία και η Σλοβενία).
Από τις ίδιες πηγές, μπορούμε να δούμε πως ένα μεγάλο μέρος των βιομηχανικών ρομπότ χρησιμοποιείται στην αυτοκινητοβιομηχανία και στη βιομηχανία ηλεκτρονικών. Αυτές οι δύο χρήσεις απορροφούν λίγο πάνω από το 50% των νέων βιομηχανικών ρομπότ, ανάλογα με τη χρονιά, λίγο πάνω από το 10% κατευθύνεται στον τομέα της μεταλλουργία, ενώ οι υπόλοιποι βιομηχανικοί τομείς δεν συγκεντρώνουν μεγάλα ποσοστά.
Πέρα από τα βιομηχανικά ρομπότ, υπάρχει πλήθος άλλων ρομπότ που χρησιμοποιούνται σε βιομηχανικές αποθήκες, στους χώρους διαλογής των εταιρειών διανομής προϊόντων, στον καθαρισμό και την απολύμανση μεγάλων δημοσίων χώρων, σε επιχειρήσεις εστίασης.
Επίσης, παρά το γεγονός πως τα αυτοκίνητα που κινούνται χωρίς οδηγό δεν εμπίπτουν στον επίσημο ορισμό του ρομπότ, θυμίζουμε το γεγονός πως η μεγάλη εταιρεία κατασκευής γεωργικών μηχανημάτων Deere (DE NYSE), έχει ήδη παρουσιάσει το πρώτο της τρακτέρ που θα οργώνει χωρίς οδηγό.
Λέγοντας αυτά, θέλουμε να τονίσουμε πως είναι δύσκολο να βρούμε τομέα της οικονομίας στον οποίο δεν χρησιμοποιούνται, ή δεν θα χρησιμοποιηθούν σύντομα, μηχανήματα που μπορούν να χαρακτηριστούν ρομπότ, αλλά και πολλά άλλα που δεν μπορούν να αποκληθούν ρομπότ αλλά οπωσδήποτε αντικαθιστούν ανθρώπους. Το τι θα κάνουν όλοι οι άνθρωποι των οποίων οι εργασίες θα περνούν πλέον σε ρομπότ ή κάτι αντίστοιχο δεν είναι καθόλου εύκολο να πούμε, είναι όμως γνωστό πως οι εργαζόμενοι ανά τον κόσμο γνωρίζουν πολύ καλά τον κίνδυνο και προβληματίζονται έντονα.
Αν ο ρυθμός εγκατάστασης των ρομπότ αυξηθεί, σύντομα θα δούμε τον προβληματισμό να μεγαλώνει και τις αντιδράσεις να γίνονται πιο έντονες. Εκεί μπορεί να εμφανιστεί και ένα δεύτερο πεδίο «μάχης», μεταξύ των εργαζομένων και των εργοδοτών ή του κράτους. Προς το παρόν όμως, το πρώτο πεδίο μάχης είναι σαφώς πιο ορατό: οι δυτικές χώρες προς το παρόν προηγούνται καθαρά από την Κίνα, η οποία μπορεί να έχει περισσότερα ρομπότ αλλά όχι τόσο προηγμένης τεχνολογίας, ενώ είναι αρκετά λιγότερα σε σχέση με τη βιομηχανική της δραστηριότητα.
Κινείται όμως πολύ γρήγορα, και σύντομα θα αρχίσει να πλησιάζει τις υπόλοιπες χώρες σε επίπεδο τεχνογνωσίας. Αν οι δυτικές χώρες, και ιδιαίτερα οι ΗΠΑ, θέλουν να κρατήσουν τα βιομηχανικά και τεχνολογικά πρωτεία, θα πρέπει να μην επαναπαυθούν στο προβάδισμά τους.
Για να είμαστε ειλικρινείς, αυτό ισχύει σε όλους τους βιομηχανικούς και τεχνολογικούς τομείς, από τους μικροεπεξεργαστές μέχρι την αγροτεχνολογία. Ας βάλουμε και τη ρομποτική στον μεγάλο αυτό κατάλογο, σε μία από τις πρώτες θέσεις μάλιστα.