Από την ημέρα που έγινε γνωστή η γερμανο-γαλλική πρόταση για το Ταμείο Ανάκαμψης των 750 δισ. ευρώ με έκδοση κοινού χρέους, σε μία άλλη εκδοχή του ευρωομολόγου η οποία ωστόσο δεν «ερεθίζει» τόσο τις ευαίσθητες χορδές των χωρών του Βορρά, μεγάλοι επενδυτικοί οίκοι και αναλυτές προτείνουν την αγορά ευρωπαϊκών μετοχών και γενικότερα ευρωπαϊκών assets. Ο λόγος είναι απλός. Παρά τις αντιδράσεις των τεσσάρων «φειδωλών», η Ευρωπαϊκή Ένωση για πρώτη φορά στην ιστορία της αποφασίζει την αμοιβαιοποίηση των κινδύνων, έστω και με τον συμβιβασμό που χρειάστηκε, έστω και με τις προϋποθέσεις που θέτει ο Βορράς.
«Λογικό συμβιβασμό» χαρακτηρίζει τη συμφωνία ο Ιταλός οικονομολόγος Λορέντζο Κοντόνιο, ο οποίος έχει λάβει μέρος σε πολλές ανάλογες περιστάσεις στο παρελθόν, εκπροσωπώντας την Ιταλία. Το πακέτο, σημειώνει ο ίδιος, αποτελεί ένα σημαντικό ορόσημο για την οικονομική ενοποίηση της Ε.Ε., και παράλληλα σημάδι συνοχής και πραγματικής αλληλεγγύης που ξεπερνά κατά πολύ το ύψος των χρημάτων. Η συμφωνία περιορίζει σημαντικά τον πολιτικό κίνδυνο, προσφέρει στήριξη στο ευρώ και αναμένεται να συρρικνώσει τα spreads των ομολόγων της περιφέρειας, προσθέτει ο καθηγητής του LSE.
Από την πλευρά της, η Capital Economics «βλέπει» και αυτή περαιτέρω σύγκλιση των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων της Ευρωζώνης μέχρι το τέλος του 2020, με το spread του ιταλικού 10ετούς με το αντίστοιχο γερμανικό να εκτιμάται ότι θα υποχωρήσει έως και 35 μονάδες βάσης. Αν ισχύσει το ίδιο και για τους ελληνικούς τίτλους, τότε δεν αποκλείεται να δούμε την απόδοση του ελληνικού 10ετούς σε νέα ιστορικά χαμηλά, ακόμη και κάτω από το επίπεδο του 0,8% στο επόμενο εξάμηνο. Οι επενδυτές εύλογα καλωσόρισαν τη συμφωνία, σημειώνει η Capital Economics, ως μία επιπλέον ένδειξη ότι οι Ευρωπαίοι πολιτικοί προτίθενται να ενώσουν δυνάμεις και πόρους για να περιορίσουν τον κίνδυνο κατακερματισμού και διάσπασης.
Τα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια δεν… πανηγύρισαν ακριβώς τη συμφωνία για το Ταμείο Ανάκαμψης αλλά έδειξαν μερική ανακούφιση, αφού όπως και να’ χει, η έκβαση της τετραήμερης Συνόδου Κορυφής δεν ήταν η χειρότερη δυνατή. Και μόνο το γεγονός ότι συμφωνήθηκε για πρώτη φορά η κοινή έκδοση χρέους αφήνει σημαντικά περιθώρια αισιοδοξίας για το μέλλον της Ευρώπης.
Όμως γιατί δεν είναι σε ευφορία οι αγορές; Πρώτον, διότι έχει ήδη σημειωθεί σημαντικό ράλι που έχει φέρει τις μετοχές σε μικρή απόσταση από τα ιστορικά υψηλά του Φεβρουαρίου. Δεύτερον, γιατί μία συμφωνία με πλήρη επικράτηση του Βορρά δίνει το… δικαίωμα στους απαισιόδοξους να αναμένουν νέες συγκρούσεις κατά τη διάρκεια που θα λειτουργεί το Ταμείο Ανάκαμψης. Αν, μάλιστα, λάβουμε υπόψη και τη βελτίωση του κλίματος που προκάλεσαν τα θετικά νέα από το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και τη μάχη για την ανάπτυξη αποτελεσματικού εμβολίου, τότε οι αγορές δεν ενθουσιάστηκαν και πολύ με την απόφαση των Ευρωπαίων ηγετών.
Όπως επισημαίνει η Oxford Economics, η Ευρώπη κερδίζει πόντους σε επίπεδο προοπτικών, ωστόσο υπάρχουν και ορισμένα σημεία που δεν επιτρέπουν τον όποιο εφησυχασμό. Στα θετικά, η αντίδραση των Ευρωπαίων ήταν καλύτερη απ’ ότι αναμενόταν στην αρχή της κρίσης και πολύ ταχύτερη από προηγούμενες κρίσεις. Αυτό εκτιμάται πως θα αντικατοπτριστεί και στα χρηματιστήρια. Ο οίκος προβλέπει ότι οι ευρωπαϊκές μετοχές θα υπεραποδώσουν βραχυπρόθεσμα καθώς θεωρούνται σχετικά φθηνές στην παρούσα συγκυρία. Ταυτόχρονα, η συμφωνία δίνει ώθηση στο ευρώ, το οποία αναμένεται να φτάσει ακόμη και στο επίπεδο των 1,20 δολαρίων στους επόμενους μήνες.
Υπάρχουν βέβαια και τα σημεία που θέλουν προσοχή. Πρώτον, η διαδικασία των σχετικών εγκρίσεων δεν αναμένεται να έχει ολοκληρωθεί πριν το δ’ τρίμηνο του 2020. Αυτό σημαίνει ότι οι εκταμιεύσεις θα ξεκινήσουν το 2021 και η όποια δημοσιονομική ώθηση θα έρθει από τα μέσα του 2021 και μετά. Δεύτερον, υπάρχει ο κίνδυνος πρόωρης δημοσιονομικής σύσφιξης το 2021. Καθώς τα κεφάλαια θα εκταμιεύονται, οι εθνικές κυβερνήσεις ενδέχεται να θελήσουν να μην υλοποιήσουν πλήρως τα δημοσιονομικά τους πλάνα, δεδομένου ότι η ανάκαμψη εξελίσσεται ενώ τα κεφάλαια θα έρθουν αργότερα. Αν συμβεί αυτό, υπάρχει κίνδυνος αποδυνάμωσης της ανάκαμψης και σε ένα τέτοιο σενάριο θα χρειαστεί ξανά η επέμβαση της ΕΚΤ.