«Η στρατηγική για την περαιτέρω ανάπτυξη των εξαγωγών είναι σκόπιμο να δώσει έμφαση σε προϊόντα τα οποία ήδη συμμετέχουν σημαντικά στις ελληνικές εξαγωγές και κατά κύριο λόγο εμφανίζουν συγκριτικό πλεονέκτημα. Ενδείκνυται επίσης για κάθε προϊόν οι προσπάθειες προώθησης των εξαγωγών να ενταθούν στις χώρες εκείνες στις οποίες το συγκεκριμένο προϊόν παρουσιάζει ήδη σημαντική εξαγωγική δραστηριότητα εκ μέρους της Ελλάδας».
Αυτό προτείνεται στη νέα μελέτη του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) με τίτλο Εξαγωγές Αγαθών της Ελλάδας: Επιδόσεις, Εξειδίκευση και Διαφοροποίηση των ερευνητριών Έρσης Αθανασίου, Αγάπης Κώτση και Ελισάβετ Νίτση.
Ταυτόχρονα σημειώνεται ότι η έμφαση που προτείνεται στην εμβάθυνση των υφιστάμενων εμπορικών σχέσεων «δεν σημαίνει βεβαίως ότι δεν θα πρέπει να ενισχύονται και οι πρωτοβουλίες για τη διαφοροποίηση των εξαγωγών σε νέα προϊόντα, τα οποία θα μπορούσαν δυνητικά στο μέλλον να αυξήσουν τη συμβολή τους στις εξαγωγές, ιδιαίτερα αν η διαφοροποίηση εμπεριέχει την τεχνολογική αναβάθμιση της παραγωγής».
Επιπλέον, σε συνδυασμό με τη στρατηγική ανάπτυξης των εξαγωγών σε επίπεδο προϊόντων, εκτιμάται ότι θα πρέπει να επιδιωχθεί τόσο η διατήρηση της θέσης της Ελλάδας στην αγορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία σταθερά αποτελεί τον κυριότερο εξαγωγικό προορισμό της χώρας, όσο και η ενδυνάμωση των εξαγωγών σε νεότερους προορισμούς, όπως οι χώρες της Ασίας και της Μέσης Ανατολής, οι οποίες φάνηκε από την ανάλυση ότι έχουν παρουσιάσει σημαντική δυναμική τα τελευταία χρόνια.
Οι εξαγωγές παρουσιάζουν σχετικά υψηλό και αυξανόμενο βαθμού εξειδίκευσης σε συγκεκριμένες κατηγορίες
Από την ανάλυση της εξέλιξης των εξαγωγών αγαθών της Ελλάδας σε επίπεδο προϊόντων αλλά και τον υπολογισμό των σχετικών δεικτών συγκέντρωσης φαίνεται ότι, ιδιαίτερα κατά την περίοδο που ακολούθησε την αρχή της οικονομικής κρίσης, σημαντικό δομικό χαρακτηριστικό των ελληνικών εξαγωγών αγαθών αποτέλεσε η ύπαρξη σχετικά υψηλού και αυξανόμενου βαθμού εξειδίκευσης σε συγκεκριμένες κατηγορίες προϊόντων. Επιπλέον, οι δείκτες αποκαλυφθέντος συγκριτικού πλεονεκτήματος δείχνουν ότι οι κλάδοι αγαθών, στους οποίους η Ελλάδα παρουσιάζει εξαγωγική εξειδίκευση, χαρακτηρίζονται ως επί το πλείστον από την ύπαρξη ισχυρού και, σε αρκετές περιπτώσεις, ενισχυόμενου συγκριτικού πλεονεκτήματος.
Σύμφωνα με τα στοιχεία στις βασικές κατηγορίες προϊόντων, οι τάσεις για εξειδίκευση ήταν έντονες, ιδιαίτερα στην κατηγορία των καυσίμων και λιπαντικών, αλλά και στις βιομηχανικές προμήθειες και την κατηγορία των τροφίμων και ποτών. Από την άλλη πλευρά, τα μερίδια των εξαγωγών σε κεφαλαιουχικά αγαθά και εξοπλισμό μεταφορών παραμένουν σε πολύ χαμηλά επίπεδα συγκριτικά με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Από τα αναλυτικά στοιχεία των εξαγωγών σε επίπεδο διψήφιων κλάδων/προϊόντων, παρουσιάζεται εξαιρετικά υψηλό μερίδιο και μεγάλη αύξηση των εξαγωγών στα πετρελαιοειδή προϊόντα, καθώς επίσης και σημαντική συμμετοχή και αύξηση των εξαγωγών στους κλάδους των φαρμακευτικών προϊόντων, των λεβήτων, μηχανών, συσκευών κ.ά., των προϊόντων αλουμινίου, των πλαστικών, των ηλεκτρικών μηχανημάτων, των παρασκευασμάτων διατροφής από λαχανικά και φρούτα, των φρούτων και των γαλακτοκομικών προϊόντων. Αντίθετα, μείωση εξαγωγών σημειώθηκε στον κλάδο των πλεκτών ενδυμάτων, του βαμβακιού, του χυτοσίδηρου, του σίδηρου και χάλυβα και των συναφών προϊόντων.
Παρά τη σημαντική αύξηση των εξαγωγών του μεταποιητικού τομέα, το μερίδιο της μεταποίησης στις εξαγωγές της Ελλάδας παραμένει ένα από τα χαμηλότερα μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης, ενώ παρουσιάζεται και υστέρηση σε σχέση με το επίπεδο τεχνολογίας των βιομηχανικών εξαγωγών της χώρας. Στα προϊόντα του αγροδιατροφικού τομέα, η Ελλάδα εμφανίζει σημαντική δραστηριότητα στις εξαγωγές προϊόντων προστατευόμενης γεωγραφικής ένδειξης (ΠΟΠ, ΠΓΕ, ΓΕ).
Από τη διάρθρωση των εξαγωγών ανά γεωγραφική ζώνη φαίνεται ότι η Ευρωζώνη διατηρεί υψηλό και σχετικά σταθερό μερίδιο των εξαγωγών αγαθών της Ελλάδας, ενώ οι εκτός Ευρωζώνης χώρες της ΕΕ και οι λοιπές ευρωπαϊκές χώρες εμφανίζουν σημαντική αλλά μειούμενη συμμετοχή. Το μερίδιο των εξαγωγών αγαθών που απώλεσε η Ελλάδα από τις εκτός Ευρωζώνης ευρωπαϊκές χώρες κερδήθηκε κυρίως από τις χώρες της Μέσης Ανατολής και της Νότιας Ασίας. Η αποτύπωση της γεωγραφικής συγκέντρωσης των εξαγωγών αγαθών της Ελλάδας παραπέμπει σε αρκετά υψηλό βαθμό διαφοροποίησης, ο οποίος μάλιστα ενισχύθηκε ελαφρά στην πορεία της εξεταζόμενης περιόδου λόγω της αύξησης της συμμετοχής των χωρών της Μέσης Ανατολής και της Ασίας στην εξαγωγική δραστηριότητα της Ελλάδας.
Την ανάλυση αυτή ακολουθεί μία εμπειρική διερεύνηση της σχέσης μεταξύ της διαφοροποίησης/εξειδίκευσης και των εξαγωγικών ροών για την περίπτωση της Ελλάδας. Στην εμπειρική προσέγγιση, οι ελληνικές εξαγωγές εξετάζονται ανά χώρα προορισμού, ενώ η διαφοροποίηση των εξαγωγών υπολογίζεται με τον ίδιο τρόπο χρησιμοποιώντας τον δείκτη Herfindahl. Στην ανάλυση χρησιμοποιείται ένα υπόδειγμα ζήτησης εξαγωγών στο οποίο, μαζί με τις τυπικές μεταβλητές της συνάρτησης της ζήτησης εξαγωγών, συμπεριλαμβάνεται ως επεξηγηματική μεταβλητή και η ποικιλία των εξαγωγών. Το υπόδειγμα εκτιμάται για την περίοδο 2008-2019, με χρήση διαστρωματικών δεδομένων χρονολογικών σειρών (panel data) και με εφαρμογή των δυναμικών εκτιμητών της Γενικευμένης Μεθόδου Ροπών (Generalised Method of Moments-GMM Dynamic Panel Estimation).
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της εμπειρικής ανάλυσης, η εξειδίκευση των εξαγωγών αγαθών σε επίπεδο προϊόντων συσχετίζεται θετικά με τις ελληνικές εξαγωγές ανά χώρα προορισμού. Το συμπέρασμα αυτό είναι στην ίδια κατεύθυνση με την προηγούμενη σχετική βιβλιογραφία που χρησιμοποιεί την ίδια εμπειρική προσέγγιση. Με βάση την ανάλυση της σχέσης του εντατικού και του εκτατικού περιθωρίου των εξαγωγών της Ελλάδας με την ποικιλία των εξαγωγών ανά χώρα προορισμού, φαίνεται ότι η συγκέντρωση συνδέεται θετικά με την ενίσχυση των εξαγωγών σε προϊόντα που ήδη εξάγονται προς την εκάστοτε χώρα, δηλαδή με το εντατικό περιθώριο του εμπορίου, το οποίο με τη σειρά του, σύμφωνα με τη σχετική βιβλιογραφία, διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη των εξαγωγών. Με άλλα λόγια, τα εμπειρικά αποτελέσματα της παρούσας μελέτης ενδεχομένως υποδεικνύουν τη σημασία της εντατικοποίησης των υφιστάμενων εμπορικών σχέσεων με κάθε χώρα προορισμού, μέσα από την ανάπτυξη των εξαγωγών σε προϊόντα τα οποία η Ελλάδα ήδη εξάγει στην εκάστοτε χώρα. Το συμπέρασμα αυτό δεν υποβαθμίζει τη σημασία της γεωγραφικής διαφοροποίησης, δηλαδή του ανοίγματος σε νέες αγορές του εξωτερικού.