Του Γιώργου Φιντικάκη
Την τελευταία τριετία έχουμε ζήσει τουλάχιστον τρία διαφορετικά επενδυτικά αφηγήματα. Το πρώτο ήταν το 2015, και συνίστατο στην υπόθεση ότι αν η Ελλάδα παρέμενε τελικά στο ευρώ, θα έρχονταν μαζικά ξένες επενδύσεις.
Το δεύτερο αφήγημα, το ζήσαμε το 2016 με τον Πρωθυπουργό να υποστηρίζει ότι η ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, θα αποτελέσει το σινιάλο που χρειάζονται οι επενδυτές για να δώσουν ψήφο εμπιστοσύνης στη χώρα.
Και τώρα είναι η μεγάλη εικόνα του χρέους, ότι μετά τη συμφωνία του Eurogroup, οι επενδυτές δεν έχουν πλέον να φοβούνται τυχόν χρεοκοπία της χώρας, και σταδιακά αυτή θα μπει στο στόχαστρο όλων των μεγάλων ξένων ομίλων.
Το ανησυχητικό είναι ότι κάνοντας ένα flash back, τα δείγματα γραφής που περιμένουν οι ξένοι επενδυτές, παραμένουν ακριβώς τα ίδια: Η Ελλάδα να επιταχύνει τις μεταρρυθμίσεις, να διαμορφώσει ένα φιλικό προς τις επενδύσεις περιβάλλον με σταθερό φορολογικό καθεστώς και διαφανές σύστημα κινήτρων, να προχωρήσει σε βαθιές τομές στο Δημόσιο, και πάνω από όλα να διασφαλίσει τη σταθερότητα η οποία τα τελευταία χρόνια αποτελεί το ζητούμενο.
Τα ραντεβού που είχαν πρόσφατα στην Αθήνα οι μάνατζερς 22 από τα μεγαλύτερα funds με κυβερνητικά στελέχη και τραπεζίτες, επιβεβαιώνουν αυτόν ακριβώς τον παραπάνω κανόνα. Ολοι, εμφανίστηκαν πανέτοιμοι να επενδύσουν σε ελληνικά ομόλογα και μετοχές, όχι όμως ακόμη στη πραγματική οικονομία.
Από τις συναντήσεις τις οποίες είχαν τα στελέχη των ξένων οίκων, που έφερε στην Αθήνα η Bank of America (BofA), ναι μεν προκύπτει μια πολύ θετική απεικόνιση και ένα σταθερά αυξητικό πλέον ενδιαφέρον για επενδύσεις στην Ελλάδα, ωστόσο αγνοείται ακόμη ο χρόνος κατά τον οποίο αυτό θα εκδηλωθεί.
Τα θετικά
Η θετική απεικόνιση εστιάζει σε μια χώρα που βγαίνει από τη Μεγάλη Υφεση. Ανθρωπος που συμμετείχε στις συναντήσεις της BofA, μεταφέρει τα πολύ θετικά σχόλια των ξένων μάνατζερς για την επιστροφή της ελληνικής οικονομίας σε ανάπτυξη, τα μέτρα διευθέτησης του χρέους έως το 2032, τη διετή ρευστότητα που εξασφαλίζει στη χώρα το cash buffer, αλλά και τη σφικτή επιτήρηση του μεταμνημονιακού πλαισίου - επειδή ακριβώς διασφαλίζει ότι δεν θα υπάρξουν πισωγυρίσματα - όπως και για το γεγονός ότι η επόμενη κυβέρνηση, θα έχει σαφή φιλοεπενδυτική πολιτική.
Το φυσιολογικό επομένως θα ήταν μετά από τέτοια θετικά σχόλια, με τόσα πολλά υποτιμημένα περιουσιακά στοιχεία στην Ελλάδα, και τέτοια υπερπροσφορά φθηνού καταρτισμένου εργατικού δυναμικού, τα ξένα πορτοφόλια να ανοίξουν άμεσα.
Και τα αρνητικά
Κι όμως η απάντηση των επενδυτών στους συνομιλητές τους, δεν ήταν αυτή. Οπως τους εξήγησαν, παρ'' ότι θεωρούν ότι η Ελλάδα αλλάζει πράγματι σελίδα, εντούτοις οι οίκοι που εκπροσωπούν, παραμένουν ακόμη επιφυλακτικοί ως προς τις επενδύσεις στη πραγματική οικονομία, και θα χρειασθεί ακόμη κάποιος χρόνος πριν αυτό συμβεί, αφού θα περιμένουν να δουν περισσότερα δείγματα γραφής, όπως μαζικές μεταρρυθμίσεις και αποκρατικοποιήσεις.
Το παράδειγμα που λέγεται μάλιστα ότι αναφέρθηκε αρκετές φορές στις συναντήσεις, ήταν αυτό του Ελληνικού. Στα ερωτήματα των επενδυτών για την πρόοδο του έργου, τα κυβερνητικά στελέχη φέρεται να απάντησαν, "οι εργασίες ξεκινούν σύντομα". Η αλήθεια βέβαια είναι λίγο διαφορετική. Αν και τελευταίως πράγματι γίνονται βήματα επιτάχυνσης, όπως η απομάκρυνση του αμαξοστασίου της ΟΣΥ και των εγκαταστάσεων της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας, εντούτοις είναι ακόμη τόσες πολλές οι εκρεμμότητες, ώστε μπουλντόζες δεν πρόκειται να μπουν στο πρώην αεροδρόμιο πριν από το 2019.
"Τόσα χρόνια ακούμε για το Ελληνικό"
Στο εξωτερικό έχει χαθεί η εμπιστοσύνη απέναντι στην Ελλάδα, ενώ θεωρείται αδιανόητο ότι μια χώρα προτιμά να προσλαμβάνει καθαρίστριες και σχολικούς φύλακες αντί να ξεκινήσει άμεσα τις εργασίες για τη μεγαλύτερη αστική ανάπτυξη της Ευρώπης.
"Τόσα χρόνια ακούμε το ίδιο πράγμα για το Ελληνικό. Οι ξένοι όμως θα περιμένουν αποδείξεις ότι τα μεγάλα έργα προχωρούν, πριν αποφασίσουν να επενδύσουν στην Ελλάδα, έως ότου δεν τις βλέπουν, θα τηρούν στάση wait and see”, όπως τονίζει στο Liberal, άνθρωπος που συμμετείχε στις συναντήσεις της BofA, και παρακολουθεί καιρό τώρα την Ελλάδα.
Διότι παράλληλα με τη θετική απεικόνιση, υπάρχει και η άλλη εικόνα. Τα εξαιρετικά περιοριστικά υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα ως το 2060, η εκτίμηση για αναιμική μακροχρόνια ανάπτυξη μόλις 1%, ο πολύ χαμηλός ρυθμός αύξησης της παραγωγικότητας, η χαμηλή εξωστρέφεια, οι χιλιάδες ψηφισμένες σελίδες μεταρρυθμίσεων που βρίσκονται στα χαρτιά, το συνεχιζόμενο brain drain, και κυρίως το απαξιωμένο τραπεζικό σύστημα.
Μικρή η πρόοδος στα κόκκινα δάνεια
Ενα από τα πρώτα πράγματα που κοιτάζουν τα ξένα funds σε μια χώρα είναι η υγεία του τραπεζικού της συστήματος, η αντιμετώπιση του ιδιωτικού χρέους, και τα κόκκινα δάνεια. Στην ατζέντα λοιπόν των συζητήσεων που διοργάνωσε η BofA κυρίαρχησαν οι ανησυχίες για το μακρύ δρόμο που έχουν μπροστά τους οι ελληνικές τράπεζες, η αργή πρόοδος γύρω από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, ενώ τέθηκε το ερώτημα "τι θα συμβεί, αν κάποια στιγμή μελλοντικά ο εγχώριος τραπεζικός τομέας χρειασθεί κι άλλα κεφάλαια". Εχει τη σημασία του, ότι μετά τις συναντήσεις των Αθηνών, στην έκθεση που εξέδωσε προ ημερών η Bank of America, παραμένει αρνητική για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα εν τω συνόλω, ωστόσο εκτιμά ότι αυτό έχει πλέον στα χέρια του τα απαραίτητα εργαλεία για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα.
"Συνολικά οι ξένοι βλέπουν πλέον την Ελλάδα, μετά και τη συμφωνία του Eurogroup για τη 10ετή διευθέτηση του χρέους, ως μια χώρα που δεν έχει πλέον καμία δικαιολογία να γκρινιάζει ότι κάποιος εξωγενής παράγοντας, την εμποδίζει να επιστρέψει στη κανονικότητα", εκτιμά ο συνομιλητής μας.
Αυτός είναι και ο λόγος, που θεωρεί ότι οι επενδυτές πρώτα θα περιμένουν να δουν ποια τελικά ανάγνωση της ελληνικής οικονομίας θα επικρατήσει - η θετική ή η αρνητική - ποια δηλαδή θα είναι από εδώ και πέρα η ρητορική και πρακτική της κυβέρνησης, και μετά θα ανοίξουν το πορτοφόλι τους. Διαφορετικά, τα funds έχουν κι άλλες ελκυστικές επιλογές, όπως την Ιρλανδία, τη Κύπρο και φυσικά την Ισπανία.