Το κρίσιμο ζητούμενο της ΕΚΤ είναι η υποχώρηση του πληθωρισμού. Ειδικά σε μία εποχή όπου από τη μία πλευρά ο πληθωρισμός είναι υψηλός, ενώ από την άλλη παρατηρείται επιβράδυνση της οικονομίας, τόσο στη χώρα μας όσο και στις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε, λόγω του πολέμου στην Ουκρανία.
Σύμφωνα, λοιπόν, με το σκεπτικό της ΕΚΤ, οι τιμές έχουν αυξηθεί πολύ λόγω του πολέμου, ιδίως όσον αφορά την ενέργεια και τα τρόφιμα. Πολλές επιχειρήσεις δυσκολεύονται περισσότερο να εξασφαλίσουν τα υλικά, τα ανταλλακτικά και τους εργαζομένους που χρειάζονται για την παραγωγή, και αυτό επιτείνει τα προβλήματα που είχε προκαλέσει η πανδημία.
Η αύξηση των επιτοκίων, επισημαίνει χαρακτηριστικά η ΕΚΤ δεν θα λύσει από μόνη της όλα αυτά τα προβλήματα. Τα υψηλότερα επιτόκια δεν θα μειώσουν την τιμή της εισαγόμενης ενέργειας, δεν θα γεμίσουν τα ράφια στα σούπερ μάρκετ ούτε θα εφοδιάσουν τους κατασκευαστές αυτοκινήτων με ημιαγωγούς.
Αυτό που πετυχαίνουν τα υψηλότερα επιτόκια, όμως, είναι να διατηρούν τις προσδοκίες για τον πληθωρισμό υπό έλεγχο. Μάλιστα, στόχος της ΕΚΤ είναι ο πληθωρισμός να φθάσει εκ νέου στα επίπεδα του 2% για την Ευρωζώνη. Αυτό σημαίνει, βέβαια, περαιτέρω αύξηση των επιτοκίων αν αυτό κριθεί αναγκαίο.
Σύμφωνα, μάλιστα με τους αναλυτές, ως το τέλος του 2023, το βασικό επιτόκιο του ευρώ θα διαμορφωθεί στο επίπεδο του 1,5 ως 2%, με στόχο την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού.
Η εξέλιξη αυτή θα αυξήσει σημαντικά τόσο το κόστος του χρήματος για τα καινούργια στεγαστικά δάνεια αλλά και τις υπόλοιπες μορφές δανεισμού, όπως τα καταναλωτικά δάνεια αλλά και τα δάνεια για επιχειρήσεις, ενώ αναμένεται και η αύξηση των δόσεων για όσους δανειολήπτες δεν έχουν “κλειδώσει” τα δάνεια τους με σταθερό επιτόκιο αλλά έχουν επιλέξει τη λύση του κυμαινόμενου.
Κάθε στεγαστικό δάνειο, ανάλογα με την τράπεζα που το χορηγεί, το ύψος, τους όρους και τη διάρκεια αποπληρωμής έχει ένα επιτόκιο, το οποίο, στην πράξη, σήμερα στην αγορά διαμορφώνεται από 3,4 ως 4,4%. Πρόκειται, δηλαδή για το επιτόκιο δεκαετίας, της ζώνης του 3%, το οποίο σταδιακά αυξήθηκε σε 3,4 ως 3,5%. Για τη διάρκεια δεκαπενταετίας βρίσκεται από το 3,3% στο 3,7 ως 3,8%, ενώ για μεγαλύτερες διάρκειας αποπληρωμής φθάνει το 4,4%.
Αν στο επιτόκιο αυτό προστεθεί και η θετική μεταβολή του επιτοκίου EURIBOR, το οποίο στις 20/7 ήταν 0,125%, σήμερα είναι 0,2% και σύμφωνα με τους αναλυτές θα φθάσει και το 1%.
Στην περίπτωση αυτή η επιπλέον επιβάρυνση για έναν δανειολήπτη με στεγαστικό κυμαινόμενου επιτοκίου θα είναι της τάξεως των 65 ως 100 ευρώ ανά μήνα. Μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί και να υπερβεί τα 150 ευρώ ανά μήνα. Έτσι στο καλύτερο σενάριο έχουμε μια αύξηση της τάξεως των 800-900 ευρώ ετησίως και στο πιό “ακριβό” σενάριο μια αύξηση που μπορεί να υπερβαίνει και τα 1.800 ευρώ.
Όπως είναι ευνόητο, οι αυξήσεις των επιτοκίων θα ωθήσουν περαιτέρω προς τα πάνω και το κόστος δανεισμού για τα νέα στεγαστικά δάνεια, καθώς στα ήδη αυξημένα τραπεζικά επιτόκια θα προστεθεί και η αύξηση του EURIBOR. Πάντως με δεδομένη την πολιτική αύξησης των επιτοκίων από την ΕΚΤ, ως το τέλος του 2023 με γνώμονα την υποχώρηση του πληθωρισμού στο 2%, δεν είναι λίγοι οι δανειολήπτες που αναμένεται να προτιμήσουν την ασφάλεια του σταθερού επιτοκίου.
Σε ό,τι αφορά τις καταθέσεις των νοικοκυριών, εκεί τα πράγματα είναι αρκετά στριμωγμένα. Από τη μία πλευρά το επιτόκιο κατάθεσης αυξάνεται μεν, αλλά προφανώς η άνοδος αυτή δεν θα μετακυλήσει ολόκληρη στην «τσέπη» του καταθέτη. Και αυτό γιατί τα καταθετικό επιτόκια δεν πρόκειται να έχουν άνοδο μεγαλύτερη του 1%. Από την άλλη πλευρά, ο πληθωρισμός, με διψήφιο ποσοστό προς το παρόν, μειώνει σημαντικά την αγοραστική τους δύναμη.
Ο συνδυασμός των δύο ανωτέρω παραμέτρων μπορεί να οδηγήσει τους καταθέτες και σε άλλες επενδυτικές λύσεις βραχυπρόθεσμες ή μακροπρόθεσμες, όπως τα ομόλογα, οι μετοχές κλπ. Μόνο που στην περίπτωση αυτή υπάρχει και ο παράγων της ανάληψης του όποιου επενδυτικού κινδύνου.