Του Αλέξανδρου Διαμάντη
Το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης δεν κλείνει τις ανοιχτές πληγές και σίγουρα δεν δείχνει να αλλάζει το κλίμα. Αυτό επισημαίνει με τον πιο εύγλωττο τρόπο το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλής, καθώς στην τριμηνιαία έκθεσή (Ιανουάριος- Μάρτιος) του κάνει λόγο «ανατροπή δεδομένων με απρόβλεπτες συνέπειες».
Όπως εξηγούν οι συντάκτες της έκθεσης «τo πρώτο τρίμηνο του 2017 η οικονομία της χώρας δεν επέστρεψε σε στέρεη ανάκαμψη, παρά τις προσδοκίες που είχαν διατυπωθεί επίσημα», δηλαδή η χώρα «παραμένει σε μια ασταθή κατάσταση που απειλεί να μετατραπεί σε νέα ύφεση».
Μάλιστα, εκφράζουν την έντονη ανησυχία τους για το γεγονός ότι «από την έναρξη εφαρμογής των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής η ελληνική οικονομία εμφανίζει χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης σε σχέση με τους στόχους που έχουν τεθεί».
Παράλληλα, αναδεικνύεται η μεθόδευση της κυβέρνησης σχετικά με τη νέα συμφωνία, καθώς το ΓΠΚ υπογραμμίζει ότι η σημερινή κυβέρνηση έχει δεσμεύσει και τις επόμενες. «Με τα δεδομένα αυτά, ουσιαστικά μετατέθηκε η εφαρμογή μέρους του προγράμματος προσαρμογής (2015) για την περίοδο μετά το τέλος του, δεσμεύει επομένως και μελλοντικές κυβερνήσεις», αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Συνεπώς το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους καταλήγει στο πλήρως αρνητικό για την κυβέρνηση συμπέρασμα: «Οι εξελίξεις αυτές έρχονται σε αντίθεση με τις προσδοκίες που επενδύθηκαν στο τρέχον Μνημόνιο και επομένως μπορεί να οδηγήσουν σε ολική ανατροπή των δεδομένων του με απρόβλεπτες συνέπειες».
Εξάλλου, όπως σημειώνουν, «σύμφωνα με όσες προβλέψεις αποτολμούνται σήμερα, φαίνεται πλέον απίθανη η ανάπτυξη 2,7% που πρόβλεπε ο Προϋπολογισμός για το 2017 γιατί δεν εκπληρώθηκαν οι προϋποθέσεις του για ένα υψηλό ρυθμό μεγέθυνσης».
Σε ό,τι αφορά, πάντως, το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης που επετεύχθη σήμερα τα ξημερώματα ο Παναγιώτης Λιαργκόβας και η «ομάδα» του μιλούν για ένα θετικό πρώτο βήμα για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην οικονομία, την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και την μελλοντική έξοδο της χώρας στις αγορές ».
Την ίδια ώρα, «καταδικάζουν» τις καθυστερήσεις στο κλείσιμο της αξιολόγησης και ομολογούν ότι η αρνητική τροπή των πραγμάτων οφείλεται κυρίως σε αυτό το δεδομένο. «Η αρνητική τροπή των πραγμάτων οφείλεται κατ'' αρχάς στην καθυστέρηση της 2ης αξιολόγησης του τρέχοντος προγράμματος προσαρμογής (= Μνημονίου), που επικαιροποιήθηκε τον Ιούνιο του 2016. Σε αυτό συμφωνούν οι περισσότεροι αναλυτές», τονίζουν και παράλληλα επιρρίπτουν ευθύνες και στους δανειστές για τους νέους φόρους που επέβαλαν το 2016, όταν επικαιροποιήθηκε το πρόγραμμα προσαρμογής.
Σχετικά με τους πανηγυρισμούς για την επίτευξη των στόχων καταρρίπτουν ουσιαστικά το αφήγημα της κυβέρνησης, υπονοώντας ότι η υπερφορολόγηση είναι λογικό να έχει τέτοια αποτελέσματα.
«Πρώτον, πρόκειται για αφαίρεση πόρων από το εισοδηματικό κύκλωμα που εξηγεί εν μέρει την ύφεση. Δεύτερον, δεν γνωρίζουμε αν θα διατηρηθεί στο μέλλον. Τρίτον, δεν προέκυψε από βελτίωση της οικονομίας καθώς το ΑΕΠ το 2016 παρέμεινε στάσιμο σε πραγματικούς όρους. Λογικά, ένα τέτοιο πλεόνασμα θα έπρεπε να προκύψει από μια αναπτυσσόμενη οικονομία και όχι από μια στάσιμη, δηλαδή από μια οικονομία που αξιοποιεί περισσότερους ανθρώπινους και υλικούς πόρους αντί να τους αφήνει αναξιοποίητους», υπογραμμίζουν χαρακτηριστικά.
Είναι, δε, αξιοσημείωτο ότι οι συντάκτες της έκθεσης αμφιβάλλουν και για την υλοποίηση των αντίμετρων που... διαφημίζει η κυβέρνηση. Αμφιβολίες εκφράζουν και σχετικά με το ότι «τα πρωτογενή πλεονάσματα μπορούν να διατηρηθούν επί μακρόν στο επίπεδο του 3,5% ΑΕΠ μετά το 2018 χωρίς ζημιά για την οικονομία».
(Φωτογραφία: Sooc)