Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Ποσοτική χαλάρωση ήταν και πάει. Το «πολυδιαφημισμένο» QE θα πρέπει να θεωρείται χαμένο για την Ελλάδα, καθώς τα περιθώρια ένταξης έχουν στενέψει ασφυκτικά μετά την απόφαση του Eurogroup που αφήνει θολό το μονοπάτι για την ελάφρυνση του χρέους.
Στην πλειονότητά τους οι αναλυτές εκτιμούν ότι η συμφωνία της 15ης Ιουνίου συντηρεί την αβεβαιότητα για τη συμμετοχή της Ελλάδας στην ποσοτική χαλάρωση. Τραπεζικές πηγές υποστηρίζουν ότι υπάρχουν αρκετά ερωτηματικά για τον οδικό χάρτη ένταξης, καθώς τον ερχόμενο Οκτώβριο αναμένεται να ξεκινήσει η τρίτη αξιολόγηση του προγράμματος.
Σημειώνεται ότι η ΕΚΤ δεν αγοράζει ομόλογα χωρών-μελών που βρίσκονται σε πρόγραμμα κατά την περίοδο που «τρέχει» η αξιολόγηση. Κατά συνέπεια, θα πρέπει να αποσαφηνιστούν τα μέτρα για το χρέος πολύ πριν τον Οκτώβριο, ενώ πολλά κριθούν από το πόσο γρήγορα θα κλείσει η αξιολόγηση. Μέχρι σήμερα, ωστόσο, καμία αξιολόγηση δεν έχει εξελιχθεί ομαλά και το γεγονός αυτό δεν αφήνει πολλά περιθώρια αισιοδοξίας.
Το φθηνό χρήμα της ΕΚΤ και πολύ περισσότερο οι θετικές επιπτώσεις σε επίπεδο ψυχολογίας και ανάκτησης της εμπιστοσύνης των επενδυτών, λόγω της ένταξης των ελληνικών τίτλων στις «κανονικές» πράξεις της ευρωτράπεζας, αποτελούσαν τη βασική επιδίωξη της κυβέρνησης. Άλλοι πίστευαν ότι ο Draghi θα στείλει το «εισιτήριο» για το QE την επομένη της συμφωνίας και άλλοι ότι η ποσοτική χαλάρωση θα αποτελέσει έναν ξεκάθαρο διάδρομο για την έξοδο στις αγορές.
Τον Ιούνιο του 2016 ο Mario Draghi επανέφερε το waiver για τις ελληνικές τράπεζες λόγω της ολοκλήρωσης της πρώτης αξιολόγησης, αφήνοντας το θέμα της ένταξης των ελληνικών τίτλων στην ποσοτική χαλάρωση για αργότερα. Τότε, οι εκτιμήσεις έκαναν λόγο για ένταξη της Ελλάδας στο QE μέχρι το τέλος του έτους. Σήμερα, οι ελληνικές τράπεζες υποστηρίζουν ότι αν είχαν «σύμμαχο» το QE σε όλη τη διάρκεια του 2017 και σε συνδυασμό με τις θετικές επιπτώσεις από την έγκαιρη ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και την θεσμοθέτηση των εργαλείων διαχείρισης των «κόκκινων» δανείων, θα έβλεπαν χωρίς κανένα άγχος τα stress tests του 2018.
Ο «ενάρετος κύκλος» θα ξεκινούσε σχετικά έγκαιρα και θα είχαν στη διάθεσή τους διάστημα δώδεκα μηνών να βελτιώσουν την εικόνα τους σε όλους τους τομείς. Οι τράπεζες θα πρέπει να ολοκληρώσουν το 2017 με δύο «νίκες». Η μία είναι η κερδοφορία και η δεύτερη η επίτευξη των στόχων μείωσης των «κόκκινων» δανείων που έχουν συμφωνήσει με τον SSM.
Σε ότι αφορά τα «κόκκινα» δάνεια, ο χρόνος πιέζει ασφυκτικά, αφού τόσο ο εξωδικαστικός συμβιβασμός, όσο και οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί θα αρχίσουν να «δοκιμάζονται» από το φθινόπωρο. Σε αυτό το πλαίσιο, οι τράπεζες υποστηρίζουν ότι θα αξιοποιήσουν τις προβλέψεις που έχουν εγγράψει για να προβούν σε περισσότερες διαγραφές, αν αυτό κριθεί απαραίτητο για να επιτύχουν τους στόχους. Τα… δύσκολα θα ξεκινήσουν από το 2018, όταν οι στόχοι γίνονται πιο απαιτητικοί.
Εκτός από τις διαγραφές, οι τράπεζες αναμένεται να προβούν και στις πρώτες πωλήσεις δανείων, οι οποίες θα αφορούν δάνεια χωρίς εξασφαλίσεις και εντελώς προβληματικά, για τα οποία έχουν ληφθεί οι απαιτούμενες προβλέψεις.
Στο θέμα της κερδοφορίας, η ποσοτική χαλάρωση θα συνέβαλε ουσιαστικά, κυρίως μέσω της ταχύτερης μείωσης της εξάρτησης από τον ELA, παρ' όλα αυτά, σύσσωμες οι τραπεζικές διοικήσεις εκτιμούν ότι θα καταφέρουν να εμφανίσουν θετικό αποτέλεσμα στο τέλος του έτους.
Για δεύτερη διαδοχική φορά, τα πανευρωπαϊκά stress tests θα πραγματοποιηθούν χωρίς να δίνεται από την ΕΚΤ «έλεγχος προόδου», όπως συνέβη και το 2016. Οι ελληνικές τράπεζες θεωρούν ότι οι παραδοχές με τις οποίες εξετάστηκαν στα προηγούμενα stress tests αποδείχθηκαν ιδιαίτερα συντηρητικές σε σχέση με τις πραγματικές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας και δεδομένου τούτου, αν έχουν επιτύχει τους δύο βασικούς τους στόχους δεν θα έχουν κανένα πρόβλημα.
Όπως, ωστόσο, αναφέρουν χαρακτηριστικά ανώτερα τραπεζικά στελέχη, «μέσα στους επόμενους έξι μήνες θα πρέπει να κάνουμε σπριντ σε όλα τα επίπεδα καθώς τα stress tests θα διενεργηθούν με στοιχεία του 2017. Όσο πιο ουσιαστική είναι η πρόοδος που θα σημειώσουμε, τόσο καλύτερη θα είναι η εικόνα που θα έχουμε στα τεστ αντοχής της ΕΚΤ».
Στο τέλος του α' τριμήνου οι τράπεζες πέτυχαν τους στόχους μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων αλλά υπολείπονται στους στόχους για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Η κερδοφορία τους ήταν οριακά θετική, όμως θα πρέπει να επισημανθεί ότι οι συνθήκες ήταν ιδιαίτερα δυσμενείς στους πρώτους μήνες του έτους, λόγω της αβεβαιότητας από τις καθυστερήσεις στις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές.