Του Γιώργου Δασκαλόπουλου
Το ερώτημα εάν η διεθνής αβεβαιότητα και το περιβάλλον των ιδιαίτερα χαμηλών επιτοκίων αποτελεί ουσιώδη λόγο για μια νέα στροφή στο χρυσό απασχολεί εδώ και μερικούς μήνες τους επενδυτές σε ολόκληρο τον κόσμο. Το ίδιο ερώτημα όμως “προσγειώνεται” πλέον και στην Ελλάδα καθώς το επενδυτικό κοινό βλέπει τα σύννεφα στη διεθνή οικονομία να “σκουραίνουν”, τις αποδόσεις των παραδοσιακών προιόντων να παραμένεουν σε χαμηλά επίπεδα και το χρηματιστήριο να δυσκολεύεται να σηκώσει κεφάλι. Τι θά κάνουν οι Έλληνες, αλλά σύντομα και η Ελλάδα, που από τον Σεπτέμβριο θα ελέγχει πλήρως τα εθνικά αποθέματα 113 τόνων χρυσού;
Από το περασμένο φθινόπωρο η τιμή του χρυσού έχει σημειώσει ένα αξιοσήμείωτο “ράλι” (από τα 1.200 δολάρια την ουγγιά, στα 1530) της τάξης του 27,5%, ενώ στο ελληνικό περιβάλλον, η τιμή πώλησης της χρυσής Λίρας Αγγλίας έχει παρουσιάσει μια αντίστοιχη αύξηση κατα 30%. Δηλαδή από 283 στα 367 ευρώ.
Οι Έλληνες πολίτες και επενδυτές έχουν να “ασχοληθούν” με το πολυτιμο νόμισμα από τα δύο οροσημα του 2011 και του 2015, όταν οι εντάσεις της εσωτερικής κρίσεις του είχαν οδηγήσει με αρκετά μαζικό τρόπο στην ασφάλεια του χρυσού. Σήμερα, το ερώτημα τίθεται ξανά λόγω της έντασης στις εμπορικές σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας, την αναστάτωση που μπορεί να έλθει από την Αργεντινή και την είσοδο της γερμανικής οικονομίας σε ύφεση. Παράγοντες που μεταξύ άλλων “συγκρατούν” τις προοπτικές και τις αποδόσεις του ελληνικού χρηματιστηρίου, αλλά και των αποδόσεων των τραπεζικών προιόντων. Δεν είναι τυχαίο ότι σήμερα η μέση απόδοση των προθεσμιακών καταθέσεων κυμαίνονται στο επίπεδο του 0,60 – 0,70%, ενώ τα προιόντα στα private banking των τραπεζών που απευθύνονται σε συντηρητικού πελάτες δύσκολα αποδίδουν άνω του 1,5%. Διόλου τυχαίο ότι τα δύο μεγάλα εταιρικά ομόλογα της Aegean και της Attica, με αποδώσεις 3,6 και 3,4% αντίστοιχα, έγιναν ανάρπαστα τους τελευταίους μήνες.
Για τους επενδυτές που παραδοσιακά πιστευουν στο πολύτιμο μέταλλο, το ερώτημα είναι βέβαια, εάν το “ράλι” θα έχει συνέχεια και σε ποιό χρονικό βάθος.
Την περασμένη εβδομάδα οι αναλυτές της Goldman Sachs προέβλεπαν ότι η τιμή του χρυσού θα μπορούσε να «σκαρφαλώσει» στα 1.600 δολ. την ουγγιά τους επόμενους έξι μήνες, ενώ καθώς το επίπεδο αυτό βρίσκεται πλέον “κοντά”, η Bank of America - Merrill Lynch, την περασμένη Τρίτη, προχώρησε ένα βήμα πιο ...πάνω, εκτιμωντας ότι την επόμενη χρονιά η τιμή του χρυσού μπορεί να ξεπεράσει τα επίπεδα του 2011 (1.850 δολάρια ανα ουγγιά) και να φτάσει τα 2.000 δολάρια, καθώς οι επενδυτές στρέφονται προς το πολύτιμο μέταλλο. Εκτιμήσεις... εύλογες, αφού το μέταλλο τις τελευταίες ημέρες σκαρφαλώνει περί τα 10 δολάρια ημερησίως.
Την τάση δεν συντηρεί μόνο η στάση των επενδυτών, αλλά και αυτή των κεντρικών τραπεζών, που επίσης αγοράζουν “μαζικά” χρυσό. Έκθεση του World Gold Council, αποκάλυψε τον περασμένο Μάιο ότι οι καθαρές αγορές χρυσού το πρώτο τρίμηνο του 2019 από τις κεντρικές τράπεζες ανά τον κόσμο ήταν σχεδόν 70% μεγαλύτερες από το πρώτο τρίμηνο του 2018. Σημείωσαν δε, ότι πρόκειται για το υψηλότερο ποσοστό αγορών που αφορά το πρώτο τρίμηνο έτους τα τελευταία έξι χρόνια.
Πρωταγωνιστής σε αγορές είναι η Κεντρική Τράπεζα της Κίνας που απορρόφησε από τη διεθνή αγορά 33 τόνους χρυσού στο πρώτο τρίμηνο του 2019. Στην ίδια πορεία και η Κεντρική Τράπεζα της Ινδίας, η οποία επανήλθε μετά από πολλά χρόνια στις αγορές χρυσού με 8,4 τονους την ίδια περίοδο. Ακολούθησαν η Ρωσία, η Τουρκία και το Κατάρ. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η Ρωσία (με 2.113 τόνους) και η Κίνα με (1.852 τόνους) είναι από τους ανερχόμενους διεθνείς παίκτες σε αποθεματικά χρυσού, σε ένα ισοζύγιο στο οποίο πρωταγωνιστούν οι μεγάλες ευρωπαικές οικονομίες: η Γερμανία με 3.369 τόνους (δεύτερη δυναμη διεθνώς), η Ιταλία με 2.451 τόνους και η Γαλλία με 2.436 τόνους.
Συνολικά, τον τελευταίο χρόνο οι αγορές χρυσού διεθνώς, έφθασαν τους 650 τόνους και διαμορφώνουν το μεγαλύτερο επίπεδο αγοραπωλησιών που έχει καταγραφεί από την περίοδο κατάρρευσης της Συμφωνίας του Μπρέτον-Γούντς στις αρχές της δεκαετίας του ''70.
Για την Ελλάδα, οι εξελίξεις έχουν και ένα ειδικό ενδιαφέρον μετά την πρόσφατη απόφαση της ΕΚΤ να μην ανανεωθεί η συμφωνία του 1999 (μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης) για την πρακτική “δέσμευση” των αποθεμάτων χρυσού, στο ειδικό καθεστώς που είχε συμφωνηθεί πριν την έκδοση του Ευρώ.
Η τελευταία επέκταση της συμφωνίας αυτής λήγει τον προσεχή Σεπτέμβριο και αφήνει τη χώρα με ένα αποθεματικό 113 τόνων του πολύτιμου νομίσματος (ψηλότερα από αρκετές χωρες της ΕΕ και στην 33η θεση διεθνώς), το οποίο πλέον μπορεί να χρησιμοποιήσει χωρίς προηγούμενη διαπραγμάτευση με την ΕΚΤ και τις υπόλοιπες κεντρικές τράπεζες, στα όρια της αναλογικότητας, όπως συνέβαινε.
Κατά τα στοιχεία της ΤτΕ (30/06/2019), τα διαθέσιμα και οι απαιτήσεις σε χρυσό έφταναν τα 6 δισ. ευρώ. Σχεδόν το ήμισυ αυτών των διαθεσίμων βρίσκεται στο θησαυροφυλάκιο της κεντρικής τράπεζας, ενώ το υπόλοιπο φυλάσσεται στην Τράπεζα της Αγγλίας, στην Ομοσπονδιακή Τράπεζα της Νέας Υόρκης, και στην Ελβετία.