Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Μόνο χορούς στο Σύνταγμα δεν είχαμε την Παρασκευή για να εορταστεί η «ιστορική» συμφωνία που επιτεύχθηκε στο Eurogroup για την απελευθέρωση της χώρας από τα δεσμά των μνημονίων. Μία συμφωνία τόσο αυτονόητη, μετά τα μέτρα που έχει ήδη περάσει η κυβέρνηση, που αν δεν είχε επιτευχθεί θα αποτελούσε το μεγαλύτερο σοκ της μνημονιακής εποχής.
Βέβαια, οι πανηγυρισμοί – και η γραβάτα του πρωθυπουργού – θα έλεγε κανείς πως είναι δικαιολογημένοι καθώς η Ελλάδα βγαίνει από σχεδόν δεκαετή ύφεση και πλέον η ελληνική κυβέρνηση θα μπορεί να ασκεί τις δικές της πολιτικές και να μοιράζει χρήματα, αποκαθιστώντας τις αδικίες των περασμένων ετών. Είναι όμως έτσι;
Όπως ακριβώς συνέβη το καλοκαίρι του 2015, όταν τα πανηγύρια στο κέντρο της Αθήνας κόπασαν απότομα και τα χαμόγελα πάγωσαν με την υπογραφή του τρίτου μνημονίου, έτσι και αυτή τη φορά το πιθανότερο είναι πολύ σύντομα να δούμε παρόμοια εναλλαγή συναισθημάτων. Όταν γίνει αντιληπτό ότι το μεταμνημονιακό πακέτο είναι ένα καμουφλαρισμένο μνημόνιο το οποίο επειδή δεν έχει μεγάλες εκταμιεύσεις, συνοδεύεται από μία επίσης καμουφλαρισμένη προληπτική γραμμή στήριξης.
Για πολλά χρόνια ακόμη η κοινωνία θα βρίσκεται αντιμέτωπη με μέτρα λιτότητας και οι ελληνικές κυβερνήσεις θα δίνουν λογαριασμό στους πιστωτές, πέρα από την τυπική εποπτεία που θα διαρκέσει, βάσει ευρωπαϊκών κανονισμών, μέχρι την αποπληρωμή του 70% του χρέους. Οι τριμηνιαίες αξιολογήσεις θα συνεχιστούν καθώς εκκρεμούν πολλά προαπαιτούμενα και συγχρόνως θα πρέπει να διασφαλιστεί ότι θα συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις (υφιστάμενες και νέες). Ακόμη και χρήματα (1,2 δισ. ευρώ το χρόνο) θα παίρνει η χώρα αν είναι επιτυχείς οι αξιολογήσεις, μέσω των επιστροφών των κερδών των κεντρικών τραπεζών. Κανονικό μνημόνιο δηλαδή…
Επίσης, αν η χώρα δεν πετυχαίνει – για τον οποιοδήποτε λόγο - τα υψηλά πλεονάσματα (τα οποία από μόνα τους απαιτούν τη διατήρηση των μέτρων λιτότητας), θα επιβάλλουν οι πιστωτές την εφαρμογή νέων μέτρων; Η απάντηση είναι «προφανώς ναι». Και αυτό δεν είναι μνημόνιο;
Για να εξετάσουμε τους βαθμούς ελευθερίας που θα έχουν οι ελληνικές κυβερνήσεις αρκεί να σκεφτούμε ποιος αποφάσιζε όλα αυτά τα χρόνια για τις μειώσεις σε μισθούς και συντάξεις και για τις αυξήσεις των φόρων. Οι πιστωτές είναι η απάντηση. Οι ελληνικές κυβερνήσεις είχαν μικρή ελευθερία ως προς το μείγμα των μέτρων, όμως σε γενικές γραμμές οι αυστηροί στόχοι υπαγόρευαν και αυστηρή λιτότητα. Αναμφίβολα, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ θα μπορούσε να αποφύγει πολλές αυξήσεις φόρων, εντούτοις, το ευρύτερο πλαίσιο ήταν πάντοτε σφικτό.
Άρα, τι αλλάζει στη μεταμνημονιακή εποχή; Τίποτα απολύτως. Η ελευθερία των ελληνικών κυβερνήσεων περιορίζεται στη διάθεση των υπερπλεονασμάτων αν και εφόσον αυτά επιτευχθούν. Αν, δηλαδή, σφίγγουν τη θηλιά σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις με φόρους, όπως έκανε ο Αλέξης Τσίπρας, για να μοιράζει στη συνέχεια έκτακτα επιδόματα.
Όσο για την αντίδραση των αγορών για την «ανώτερη των προσδοκιών», όπως τη χαρακτήρισε ο Αλέξης Τσίπρας, συμφωνία, αρκεί η εικόνα του χρηματιστηρίου, το οποίο αντί να σημειώσει ράλι έκλεισε την Παρασκευή με απώλειες, ενώ τα 10ετή ομόλογα παραμένουν πάνω από το 4%.
Η πραγματική «ετυμηγορία» των αγορών θα γίνει φανερή το επόμενο διάστημα και κυρίως στην πρώτη αναταραχή, με την Goldman Sachs να τονίζει ότι οι αγορές θα επιβάλλουν τη δική τους πειθαρχία στην ελληνική κυβέρνηση. Συνεπώς, το «μαξιλάρι» των 24 δισ. ευρώ (ισοδυναμεί με χρηματοδοτικές ανάγκες 22 μηνών) που έσπευσαν να εγκρίνουν οι δανειστές αποτελεί στην ουσία μία προληπτική γραμμή στήριξης.
Μία, ωστόσο, αδύναμη προληπτική γραμμή στήριξης καθώς στην περίπτωση που η Ελλάδα αποφασίσει να χρησιμοποιήσει το μαξιλάρι, οι αντιδράσεις των αγορών και των οίκων αξιολόγησης θα είναι άμεσες. Έτσι θα επιβληθεί η πειθαρχία για την οποία κάνει λόγο η Goldman. Το θέμα είναι αν ο Μάριο Ντράγκι θα «συνθηκολογήσει» για να διατηρήσει το waiver προς τις ελληνικές τράπεζες.
Επίσης, αν η χώρα πέσει εκ νέου σε ύφεση και η κυβέρνηση δεν συμμορφώνεται με τις επιταγές των αγορών, το κεφαλαιακό απόθεμα θα εξανεμιστεί εύκολα και θα βρεθούμε πάλι στριμωγμένοι στα σχοινιά, στο κατώφλι ενός νέου «επίσημου» μνημονίου. Μόνο με την αναβάθμιση του ελληνικού αξιόχρεου σε επενδυτική διαβάθμιση μπορούμε να κάνουμε λόγο για επιστροφή στην κανονικότητα και λήξη της περιπέτειας της τελευταίας δεκαετίας. Οτιδήποτε άλλο αποτελεί δικαιολογίες για εσωτερική κατανάλωση και πολιτικές σκοπιμότητες.
Ίσως το σχόλιο του δημοσιογράφου των FT, Πίτερ Σπίγκελ, τα λέει όλα για τη συμφωνία: «Είμαι αρκετά μεγάλος σε ηλικία για να θυμάμαι τη στιγμή που το Eurogroup του Νοεμβρίου του 2012 δεσμεύτηκε για επαρκή ελάφρυνση χρέους έτσι ώστε να οδηγηθεί το ελληνικό χρέος “σημαντικά χαμηλότερα από το 110%” του ΑΕΠ έως το 2022. Αξίζει να το θυμηθούμε με όλους αυτούς τους πανηγυρισμούς που βλέπουμε σε Αθήνα και Βρυξέλλες», ανέφερε ο Σπίγκελ.
Η συμφωνία σε καμία περίπτωση δεν θα καταφέρει να μειώσει το χρέος ούτε καν κοντά στο 110% του ΑΕΠ. Όχι μόνο χάσαμε πολλά από το 2015 μέχρι σήμερα αλλά επιπλέον δεν καταφέραμε ούτε μετά από τόσες θυσίες να εξασφαλίσουμε μία συμφωνία εφάμιλλη του 2012.
Η Capital Economics από την πλευρά της «ξεγυμνώνει» τη συμφωνία τονίζοντας ότι η όποια ελπίδα για μείωση του χρέους βασίζεται σε προβλέψεις για μεγάλη ανάπτυξη και υψηλά πλεονάσματα που δύσκολα θα επιτευχθούν. Αυτό σημαίνει ότι στο μέλλον είτε οι πιστωτές θα συμφωνήσουν σε «κούρεμα» είτε η Ελλάδα θα οδηγηθεί σε άτακτη χρεοκοπία.
Άρα, προς τι οι πανηγυρισμοί;