Τις επιπτώσεις της κρίσης στην Εκπαίδευση διερευνά η νέα μελέτη του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) με τίτλο «Εκπαίδευση στην Ελλάδα: Κρίση και εξέλιξη της δημόσιας και ιδιωτικής δαπάνης». Η μελέτη εξετάζει την εξέλιξη και τις επιπτώσεις της κρίσης στη δημόσια και ιδιωτική δαπάνη εκπαίδευσης στο διάστημα 2000-2016.
Όπως προκύπτει από τη μελέτη του ΙΟΒΕ, ύστερα από μια περίοδο ισχυρής επέκτασης της δημόσιας εκπαιδευτικής δαπάνης, υπήρξαν μετά το ξέσπασμα της κρίσης σημαντικές περικοπές, με αποτέλεσμα η συνολική δημόσια εκπαιδευτική δαπάνη, σε πραγματικές τιμές, να επανέλθει το 2016 στο επίπεδο των αρχών της δεκαετίας του 2000 ως ποσοστό του ΑΕΠ και ως ποσοστό της συνολικής δαπάνης της Γενικής Κυβέρνησης.
Συγκεκριμένα, η συνολική εκπαιδευτική δαπάνη ως ποσοστό του ΑΕΠ κυμάνθηκε (2000-2016) μεταξύ 3,5%-4,6%, καταγράφοντας αύξουσα πορεία από το 2007 ως το 2013, όταν προσέγγισε το 4,6%, ενώ μειώθηκε το 2014-2016 στο 4,3%. Την περίοδο πριν από την κρίση (2001-2009), η συνολική δαπάνη εκπαίδευσης αυξήθηκε, με ρυθμό μικρότερο από την αύξηση του ΑΕΠ της ίδιας περιόδου, καθώς η σωρευτική αύξηση της εκπαιδευτικής δαπάνης ανήλθε σε 15% ενώ η μεγέθυνση του ΑΕΠ ήταν 20,9%. Μετά την έναρξη της κρίσης, η συνολική μείωση των εκπαιδευτικών δαπανών ήταν σωρευτικά μικρότερη από τη μείωση του ΑΕΠ (-7% έναντι -18,3% μεταξύ 2010-2016). Η συνολική εκπαιδευτική δαπάνη, ως ποσοστό της συνολικής δαπάνης της Γενικής Κυβέρνησης μεταξύ 2000-2016, κυμάνθηκε από 7,4% (το 2008 και το 2013) έως 9,2% (το 2005). Το 2016, το ποσοστό αυτό ανήλθε σε 8,6%, στο ύψος δηλαδή που βρισκόταν το 2004.
Παράλληλα, στη διάρκεια της κρίσης σημειώθηκε σημαντική μετατόπιση της δημόσιας δαπάνης από – κυρίως – τη δευτεροβάθμια προς την πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Επιπλέον, μεταβλήθηκε η σύνθεση της δημόσιας εκπαιδευτικής δαπάνης, καθώς σημειώθηκε αύξηση του μεριδίου της αποζημίωσης εργαζομένων στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, σε βάρος των άλλων κατηγοριών δαπάνης (λειτουργικών δαπανών, υποδομών κλπ).
Αναλυτικότερα, το μερίδιο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης μειώθηκε από 38% το 2008 σε 30% το 2016, ενώ της πρωτοβάθμιας και προσχολικής αυξήθηκε, ιδιαίτερα σε σχέση με την αρχή της περιόδου 2000-2016.
Η αποζημίωση των εργαζομένων στην εκπαίδευση (2000-2016) αποτελεί το μεγαλύτερο μέρος της συνολικής εκπαιδευτικής δαπάνης, καταγράφοντας το μεγαλύτερο μερίδιο (83%) το 2008, στο τέλος δηλαδή της περιόδου δημοσιονομικής επέκτασης, πριν την έναρξη της κρίσης. Για το σύνολο της εκπαιδευτικής δαπάνης, η δαπάνη για σχολικά κτήρια, υποδομές, κ.α., αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη κατηγορία εκπαιδευτικής δαπάνης που έλαβε τις μεγαλύτερες τιμές της στην αρχή (πάνω από το 15% το 2000-2005) και το τέλος (11-12% το 2013-2016) της υπό εξέτασης περιόδου.
Η συνολική δημόσια εκπαιδευτική δαπάνη στην Ελλάδα, συγκριτικά με τις άλλες χώρες, ως ποσοστό του ΑΕΠ και της συνολικής δαπάνης της Γενικής Κυβέρνησης, υστερεί διαχρονικά έναντι των χωρών της Ευρώπης, ακόμα και χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Ωστόσο, σε ό,τι αφορά την τριτοβάθμια εκπαίδευση η δαπάνη στην Ελλάδα, ως ποσοστό του ΑΕΠ, κινείται στο μέσο όρο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης.
Η συνολική εκπαιδευτική δαπάνη στην Ελλάδα, ως ποσοστό του ΑΕΠ κατά την περίοδο 2000-2016, κυμάνθηκε μεταξύ 3,6%-4,6% και υπολείπεται διαχρονικά του μέσου όρου της δαπάνης των χωρών της ΕΕ (από 4,7% έως 5,3%) και της Ευρωζώνης (από 4,6% έως 5%) την ίδια περίοδο.
Τα τελευταία χρόνια, μετά και τη μεγάλη μείωση του ΑΕΠ στη διάρκεια της κρίσης και τη σχετικά μικρότερη μείωση της εκπαιδευτικής δαπάνης, η συνολική δημόσια εκπαιδευτική δαπάνη στην Ελλάδα, ως ποσοστό του ΑΕΠ (από 4,6% το 2013 έως 4,3% το 2016) είναι μεγαλύτερη από εκείνη χωρών της Νότιας Ευρώπης, όπως της Ισπανίας (με 4,4% το 2010 και 4% το 2016) και της Ιταλίας (4,4% το 2010 έως 3,9% το 2016), και βρίσκεται στο ίδιο περίπου επίπεδο με εκείνη της Γερμανίας (4,4% το 2010 έως 4,2% το 2016). Είναι όμως μικρότερη χωρών της πρώην Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, όπως της Εσθονίας (5,9%), της Λετονίας (5,5%), της Λιθουανίας (5,2%), της Ουγγαρίας (4,9%), της Πολωνίας (5%), της Κροατίας (4,8), της Σλοβενίας (5,6%), και των Σκανδιναβικών χωρών.
Η δαπάνη για την εκπαίδευση στη χώρα μας, συγκριτικά με τις άλλες χώρες της ΕΕ, κατανέμεται περισσότερο στην τριτοβάθμια και την πρωτοβάθμια εκπαίδευση, και λιγότερο στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ενώ ταυτόχρονα είναι πολύ περισσότερο συγκεντρωμένη στο Κεντρικό Κράτος, έναντι της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Το ποσοστό της δαπάνης για την πρωτοβάθμια εκπαίδευση με 1,4% του ΑΕΠ (το 2016) βρίσκεται κοντά στον μέσο όρο της αντίστοιχης δαπάνης στην ΕΕ 1,5% και στον μέσο όρο της Ευρωζώνης (1,4%). Το ποσοστό της δαπάνης για τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση με 1,3% του ΑΕΠ (2016) βρίσκεται αρκετά χαμηλότερα από τον αντίστοιχο μέσο όρο τόσο της ΕΕ (1,9%), όσο και της Ευρωζώνης (2%). Το ποσοστό της δαπάνης για την τριτοβάθμια εκπαίδευση με 0,8% του ΑΕΠ (2016) βρίσκεται λίγο πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ (0,7%) και της Ευρωζώνης (0,7%).
Σύμφωνα με τη μελέτη, το 0,3% (από το συνολικά 4,3%) του ΑΕΠ που δαπανά η Τοπική Αυτοδιοίκηση στην Ελλάδα αποτελεί ένα από τα μικρότερα ποσοστά χρηματοδότησης της εκπαίδευσης στις χώρες της ΕΕ (1,8% του συνολικού 4,7% του ΑΕΠ) και της Ευρωζώνης (1,4% του συνολικού 4,6% του ΑΕΠ).
Όπως προκύπτει από τη μελέτη, η επίπτωση της κρίσης στην ιδιωτική δαπάνη για εκπαίδευση ήταν αναλογικά μεγαλύτερη από τη δημόσια δαπάνη.
Η ιδιωτική δαπάνη των νοικοκυριών για την εκπαίδευση (σε πραγματικές τιμές) έχει μειωθεί κατακόρυφα από το 2009 και μετά, ακολουθώντας σε γενικές γραμμές την εξέλιξη της συνολικής ιδιωτικής δαπάνης, ύστερα από μια περίοδο σημαντικής αύξησης της (από €2,8 δις το 2004 σε €3,3 δις το 2009 και €2,1 δις το 2016). Ως αποτέλεσμα των αυξομειώσεων που σημειώθηκαν πριν και μετά την έναρξη της κρίσης, η ιδιωτική δαπάνη από 26% της συνολικής (δημόσιας και ιδιωτικής) δαπάνης το 2008 μειώθηκε σε 20% το 2016, καθώς η ιδιωτική δαπάνη μειώθηκε περισσότερο από τη δημόσια. Η ιδιωτική δαπάνη στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση είναι διαχρονικά η σχετικά μεγαλύτερη. Στη διάρκεια όμως της κρίσης, μειώθηκε το μερίδιο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (από 55% το 2008 σε 49% το 2016) της πρωτοβάθμιας (από 19% το 2008 σε 17% το 2016) και της προσχολικής εκπαίδευσης (από 8% το 2010 σε 5% το 2016), ενώ αυξήθηκε το μερίδιο της ιδιωτικής δαπάνης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση (από 4% σε 9%).
Πέρα από τη δημοσιονομική προσαρμογή, η κρίση έχει μεταβάλει τα δημογραφικά δεδομένα της χώρας και του εκπαιδευτικού συστήματος. Προβλέπεται σταδιακά, τα προσεχή χρόνια, μεγάλη μείωση του μαθητικού πληθυσμού, που σωρευτικά μπορεί να υπερβεί το 30%. Η εξέλιξη αυτή θα μεταβάλλει τα χαρακτηριστικά της δημόσιας δαπάνης, αυξάνοντας τη δαπάνη ανά μαθητή, εκπαιδευτικό και σχολική μονάδα (έως και 37%), ενώ θα έχει σημαντικές επιπτώσεις στην ιδιωτική και τη συνολική εκπαιδευτική δαπάνη (μείωση έως 27%).
Οι μεγάλες προκλήσεις για την εκπαίδευση στην Ελλάδα:
Αναφορικά με τις προκλήσεις για την εκπαίδευση στην Ελλάδα, η μελέτη τονίζει την ανάγκη για χάραξη εθνικής στρατηγικής για την ανεύρεση πρόσθετων πόρων για την αύξηση της χρηματοδότησής της τα προσεχή χρόνια, την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων με στόχο τη βελτίωση της απόδοσης και της αποτελεσματικότητας της σημερινής δημόσιας δαπάνης, και την αναδιάρθρωσή της με ανακατανομή μεταξύ εκπαιδευτικών βαθμίδων και μεταξύ κατηγοριών δαπάνης (αποζημιώσεις εργαζομένων, υποδομές, λειτουργικές δαπάνες, κοινωνικές παροχές).
Η μελέτη επισημαίνει, τέλος, τη δυνατότητα μετατροπής των δημογραφικών επιπτώσεων στη δαπάνη εκπαίδευσης σε ευκαιρία «εκπαιδευτικής αναγέννησης» τα προσεχή χρόνια, καθώς διευρύνονται οι «βαθμοί ελευθερίας» στη διαχείρισή της δαπάνης.