Του Γιώργου Φιντικάκη
Ανάπτυξη το πολύ 1,3% -1,5% θα πετύχει φέτος η ελληνική οικονομία, έναντι 1,8% του αναθεωρημένου στόχου της κυβέρνησης και 2,4% του αρχικού. Στην εκτίμηση αυτή καταλήγει η τριμηνιαία έκθεση του ΙΟΒΕ που τοποθετεί τον πήχη της ανάπτυξης χαμηλότερα των κυβερνητικών εκτιμήσεων, όχι μόνο για φέτος, αλλά και για το 2018.
Κάνει λόγο για ανάπτυξη 2% το 2018 έναντι στόχου 2,4% που αναφέρει ο προϋπολογισμός, εκφράζει την ανησυχία του για την επίτευξη των στόχων, και δεν αποκλείει την επιβολή νέων μέτρων. Χαρακτηρίζει για μια ακόμη χρονιά, αναιμική τη συμβολή των επενδύσεων, επισημαίνει ότι η όποια αύξηση τους οφείλεται κυρίως σε μεταβολές στα αποθέματα και όχι στα πάγια, ενώ κρούει τον κώδωνα του κινδύνου ότι παρά την άνοδο του ΑΕΠ, η χώρα δεν θα καταφέρει να συγκλίνει με την Ευρώπη καθώς και εκείνη θα συνεχίσει να αναπτύσσεται αλλά με πιο δυναμικούς ρυθμούς από τους ελληνικούς.
Στην πράξη οι οικονομολόγοι του ΙΟΒΕ επαναλαμβάνουν ότι δίχως δομικές αλλαγές, και βαθιές μεταρρυθμίσεις, η ανάκαμψη θα παραμένει εύθραυστη και θα έχει ημερομηνία λήξης, αφού η τόνωση της ζήτησης επηρεάζεται από εξωγενείς παράγοντες (τουρισμός, εξαγωγές), δηλαδή από το ευνοϊκό διεθνές περιβάλλον.
Η ανάκαμψη αυτή επομένως μπορεί να αποδειχθεί ασταθής, εφόσον οι εξωγενείς αυτοί παράγοντες πάψουν να επενεργούν με την ίδια ένταση στην ελληνική οικονομία και οι μεταρρυθμίσεις σε κράτος και οικονομία σταματήσουν ή παλινδρομήσουν προς τα πίσω. Σαν αποτέλεσμα η αύξηση της απασχόλησης θα συνεχίσει να μην συνοδεύεται από υψηλότερους μισθούς, καθώς το ΙΟΒΕ προβλέπει ότι η ανεργία θα μειωθεί στο 20% το 2018, αλλά θα συνεχίσει να διατηρείται σε υψηλά επίπεδα.
Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στην έκθεση: «Όσο ευπρόσδεκτη είναι η καταγραφή θετικών ρυθμών ανάπτυξης, άλλο τόσο ανησυχητικό είναι ότι αυτοί είναι χαμηλοί και μάλιστα δεδομένης της ευνοϊκής συγκυρίας. Είναι σημαντικό όχι μόνο πώς την τελευταία διετία υπήρξε μακροοικονομικά πλήρης στασιμότητα αλλά και πως ο ρυθμός ανάπτυξης για το τρέχον έτος κυμαίνεται περίπου στο μισό από αυτό που είχε θέσει αρχικά ως στόχο η οικονομική πολιτική μέσω του προϋπολογισμού και του προγράμματος προσαρμογής. Επίσης ιδιαίτερα κρίσιμο είναι πως ο ρυθμός ανάπτυξης στη χώρα υπολείπεται από αυτόν των ευρωπαίων εταίρων, με την απόκλιση των οικονομιών να διευρύνεται αντί να μειώνεται. Στην ίδια κατεύθυνση σκέψης, είναι αμφίβολο εάν η δομή της οικονομίας έχει αλλάξει επαρκώς ώστε να δικαιολογείται αισιοδοξία για υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης μεσοπρόθεσμα δεδομένου και ότι η πρόσβαση σε χρηματοδότηση θα είναι περιορισμένη. Συνολικά, η τρέχουσα ανάπτυξη που καταγράφεται στην τρέχουσα περίοδο, δεν σηματοδοτεί έξοδο από την κρίση και έναρξη ενός ενάρετου κύκλου, παρά μόνο υπό όρους».
Συνολικά, κατά τη διάρκεια της σχεδόν δεκαετούς κρίσης, χάνονται ευκαιρίες ώστε να αναπτυχθεί η οικονομία, ενώ η βελτίωση των δομικών χαρακτηριστικών της επέρχεται με αργούς ρυθμούς. Κεντρικής σημασίας είναι η δραματική υστέρηση των επενδύσεων, η οποία δεν θα αντιστραφεί εάν δεν υπάρξει ενίσχυση της αξιοπιστίας της οικονομικής πολιτικής. Αν και η διασαφήνιση των όρων χρηματοδότησης της οικονομίας μετά τη λήξη του προγράμματος είναι ασφαλώς σημαντική, τόσο η έξοδος στις διεθνείς χρηματικές αγορές όσο και η διαχείριση του διμερούς χρέους μεσοπρόθεσμα, θα επιτευχθούν με πιο ευνοϊκούς όρους όσο μεγαλύτερη πρόοδος έχει γίνει στη βελτίωση των δομικών χαρακτηριστικών της οικονομίας. Αντίθετα δηλαδή από ό,τι μπορεί να υποστηρίζεται από ορισμένες πλευρές κατά τη διάρκεια της κρίσης, η όποια πρόσβαση σε επιπλέον πόρους για την ομαλή έξοδο από την κρίση θα επιτυγχάνεται με ρυθμούς ευθέως ανάλογους της προόδου που θα υπάρχει στις μεταρρυθμίσεις.