Έχουν περάσει σχεδόν δεκαοκτώ μήνες από τότε που ο Πατ Γκέλσινγκερ επέστρεψε στην Intel (INTC NASDAQ) και ανέλαβε το δύσκολο έργο της επιστροφής της στην τεχνολογική πρωτοπορία στον τομέα του σχεδιασμού και της παραγωγής μικροεπεξεργαστών. Από το 2009, όταν ο Γκέλσινγκερ αποχώρησε διαφωνώντας με τον τότε διευθύνοντα σύμβουλο, η εταιρεία που ήταν συνώνυμη με την τελειότητα των μεθόδων παραγωγής microchips στα εργοστάσιά της και ήταν πάντα μπροστά από τους ανταγωνιστές της έχασε τον δρόμο της και βρέθηκε πίσω από εταιρείες σαν την AMD και την Nvidia και κυρίως την Taiwan Semiconductor (TSMC).
Ο Γκέλσινγκερ αποφάσισε πως ο σωστός τρόπος για την προσπάθεια ολικής επαναφοράς της επιχείρησης είναι η κατασκευή νέων υπερσύγχρονων εργοστασίων στα οποία θα κατασκευάζονται οι μικροεπεξεργαστές που θα σχεδιάζει η ίδια αλλά και μικροεπεξεργαστές που σχεδιάζουν οι πελάτες της.
Με το σχέδιο της εταιρείας είχαμε ασχοληθεί τον χειμώνα που μας πέρασε και αποφασίσαμε να δούμε την εξέλιξη του σχεδίου μετά από μία πολύ ενδιαφέρουσα ανακοίνωση της εταιρείας την προηγούμενη εβδομάδα. Πριν αναφερθούμε στις εξελίξεις της προηγούμενης Τρίτης θα κάνουμε μία γρήγορη αναδρομή στο τι έχει μεσολαβήσει από τον Φεβρουάριο μέχρι τώρα.
Πρώτα από όλα, τα οικονομικά αποτελέσματα της εταιρείας δεν έχουν εξελιχθεί όπως θα ήθελαν η διοίκηση και οι μέτοχοί της. Οι μεγάλες επενδύσεις που έχει ξεκινήσει, σε συνδυασμό με την αδυναμία που άρχισε να παρουσιάζεται τους τελευταίους μήνες στην αγορά μικροεπεξεργαστών, επηρέασαν αρνητικά τα οικονομικά της αποτελέσματα, με τα περιθώρια κέρδους να υποχωρούν, απογοητεύοντας τους αναλυτές και οδηγώντας τη μετοχή στο χαμηλότερο σημείο της τελευταίας πενταετίας, κοντά στα 33 δολάρια.
Από την άλλη, μία πολύ σημαντική θετική εξέλιξη αποτέλεσε η ψήφιση του νόμου, πριν μερικές εβδομάδες, για την κρατική βοήθεια προς τις επιχειρήσεις του κλάδου των μικροεπεξεργαστών που θα επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους μέσα στις ΗΠΑ. Η εκτίμηση αναλυτών και δημοσιογράφων είναι πως ένα αρκετά σημαντικό μέρος των 52 δισεκατομμυρίων δολαρίων που θα δώσει το αμερικανικό δημόσιο θα κατευθυνθεί προς την Intel.
Παρά όμως τη βοήθεια που θα λάβει η εταιρεία από το αμερικανικό δημόσιο, αλλά και από τη γερμανική κυβέρνηση η οποία έδωσε αγώνα για να πείσει την Intel να διαλέξει την πόλη του Μαγδεβούργου για να ανεγείρει το νέο της ευρωπαϊκό εργοστάσιο, τα χρήματα που απαιτούνται για την ταυτόχρονη ανέγερση τεσσάρων μεγάλων εργοστασίων (δύο στην πολιτεία της Αριζόνα, ένα στην πολιτεία του Οχάιο και αυτό του Μαγδεβούργου) και τη συνέχιση των επενδύσεων στον τομέα της έρευνας και της ανάπτυξης είναι τελικά πάρα πολλά. Μία ανάλυση που βρήκαμε σε άρθρο γνώμης των Financial Times είναι πολύ διαφωτιστική.
Σύμφωνα με αυτήν, οι ετήσιες επενδύσεις της Intel στην έρευνα και ανάπτυξη, μαζί με τις κεφαλαιακές δαπάνες για εκσυγχρονισμό του εξοπλισμού και των εργοστασίων έφθασαν τα προηγούμενα δέκα χρόνια στο 20% περίπου του ετήσιου κύκλου εργασιών της επιχείρησης. Το ποσοστό έχει ήδη αυξηθεί και τείνει να πλησιάσει το 25%, αλλά αν υπολογίσουμε τις δαπάνες για την ανέγερση των νέων εργοστασίων, οι ετήσιες επενδύσεις θα φθάσουν στο 35% του κύκλου εργασιών της εταιρείας.
Αυτό το ποσοστό είναι πραγματικά πολύ μεγάλο και όπως έχει παραδεχθεί και ο ίδιος ο Γκέλσινγκερ θα πιέσει σημαντικά τα περιθώρια κέρδους της εταιρείας για μερικά χρόνια. Κατά πολλούς, μπορεί να οδηγήσει την εταιρεία στην περικοπή του προς διανομή μερίσματος, το οποίο αυτή την στιγμή ανέρχεται στα 1,46 δολάρια/έτος, προσφέροντας ετήσια απόδοση της τάξεως του 4,4%.
Γενικά, η προοπτική των πολύ αυξημένων επενδύσεων και της μείωσης των περιθωρίων κέρδους για αρκετά χρόνια αποθαρρύνει πολλούς επενδυτές που δεν έχουν την υπομονή να περιμένουν μέχρι να αρχίσουν την λειτουργία τους τα νέα εργοστάσια, πράγμα που θα γίνει το νωρίτερο σε τρία χρόνια από τώρα.
Παρά τη σιγουριά του Γκέλσινγκερ για την ορθότητα του σχεδίου του, η αρνητική αντίδραση των επενδυτών φαίνεται πως τον ανάγκασε να προχωρήσει σε μία εντελώς πρωτοποριακή, για τη βιομηχανία μικροεπεξεργαστών, κίνηση. Αποφάσισε να βρει συνεταίρο για τη χρηματοδότηση των δύο εργοστασίων των οποίων η ανέγερση έχει ξεκινήσει στην Αριζόνα των ΗΠΑ.
Όπως ανακοίνωσε η εταιρεία την προηγούμενη Τρίτη, ο χρηματοδότης είναι η καναδική εταιρεία private equity Brookfield Partners. Σε γενικές γραμμές, η συμφωνία έχει ως εξής: η Brookfield θα καταβάλει 15 δισ. δολ. και θα αποκτήσει το 49% των δύο ανεγειρόμενων εργοστασίων στην Αριζόνα, με την Intel να κρατά το υπόλοιπο 51% και τον έλεγχο των εργοστασίων.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση της εταιρείας, η Intel έχει εγγυηθεί στην Brookfield μία ετήσια απόδοση, χωρίς να αποκαλύπτονται περισσότερες λεπτομέρειες. Από τα σχόλια του ηλεκτρονικού τύπου καταλαβαίνουμε πως αυτή η απόδοση πρέπει να είναι κοντά στο 6%. Αντί λοιπόν η Intel να δώσει 15 δισ. δολ. από τα δικά της χρήματα (ή να δανειστεί από τις αγορές), θα πληρώνει κοντά στο ένα δισεκατομμύριο ετησίως στην Brookfield και θα της περισσεύουν περισσότερα χρήματα για τις επενδύσεις σε έρευνα και ανάπτυξη αλλά και για την καταβολή μερισμάτων.
Η αμερικανική εταιρεία προφανώς εκτιμά πως τα εργοστάσια θα αποδίδουν πολύ περισσότερο από 6% ετησίως όταν τεθούν σε πλήρη λειτουργία και η ίδια θα κρατήσει όλη την απόδοση πάνω αυτό που θα δίνει στην Brookfield. Από τη μεριά της η Brookfield δεν φαίνεται να ζητά κάτι παραπάνω. Σύμφωνα με υπολογισμούς αναλυτών του Reuters, αυτή η απόδοση της αρκεί, καθώς ψάχνει επενδύσεις σίγουρες και σταθερές.
Μέχρι τώρα, η καναδική εταιρεία Private Equity έχει ασχοληθεί πολύ με επενδύσεις σε έργα κατασκευής γραμμών μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος, κεραιών κινητής τηλεφωνίας και data centers, πράγμα που σημαίνει πως έχει και η ίδια μία σχετική εμπειρία από μεγάλες κατασκευές, όχι όμως της πολυπλοκότητας ενός εργοστασίου παραγωγής μικροεπεξεργαστών.
Όπως αναφέρθηκε στις επίσημες ανακοινώνεις της Intel, η συμφωνία με την Brookfield είναι η πρώτη στον χώρο της βιομηχανίας μικροεπεξεργαστών. Δεν μπορούμε να αποκλείσουμε την πιθανότητα να δούμε και άλλες παρόμοιες συμφωνίες, ακόμα και από την ίδια την Intel σε κάποια από τις άλλες επενδύσεις που έχει ξεκινήσει.
Το καλό αυτής της μεθόδου είναι πως μειώνονται οι απαιτήσεις για κεφαλαιακά έξοδα από την μεριά της εταιρείας, οι επενδύσεις μπορούν να προχωρήσουν και ταυτόχρονα περισσεύουν χρήματα για τη διανομή μερισμάτων.
Για την Intel και τον Γκέλσινγκερ ίσως να είναι μία αναγκαστική επιλογή, αφού οι γιγαντιαίες επενδύσεις που έχουν αποφασιστεί για τα επόμενα χρόνια, επενδύσεις που μπορεί να ξεπεράσουν κατά πολύ τα 100 δισ. δολ., έχουν τρομάξει τους επενδυτές, έχουν κάνει αρκετά αρνητικό το κλίμα για την μετοχή και δεν αποκλείεται σε λίγο καιρό να κάνουν αρνητικό το κλίμα και για τη διοίκηση, παρά τον μεγάλο σεβασμό που τρέφει η αγορά για τις ικανότητες και την πείρα του Γκέλσινγκερ.
Ο βασικός κίνδυνος για την επιχείρηση έχει να κάνει με το αν θα καταφέρει να πετύχει τον έναν και μοναδικό στόχο: την επιστροφή στην κορυφή στον τομέα του σχεδιασμού και παραγωγής μικροεπεξεργαστών. Αν ο στόχος επιτευχθεί, πράγμα που θα φανεί σε μερικά χρόνια από τώρα, κανείς δεν πρόκειται να διαμαρτυρηθεί αν η Brookfield ή κάποιος άλλος εξωτερικός εταίρος παίρνει ένα μερίδιο από την απόδοση των εργοστασίων. Αν το σχέδιο αποτύχει, τα πράγματα θα είναι πολύ άσχημα είτε υπάρχουν εξωτερικοί εταίροι είτε όχι.
Από την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και νεωτεριστική κίνηση της μεγάλης αμερικανικής εταιρείας μικροεπεξεργαστών θα κρατήσουμε (προς το παρόν τουλάχιστον) δύο πράγματα: το πόσο μεγάλη δύναμη έχουν τελικά οι αγορές αφού αναγκάζουν τις διοικήσεις να καταφύγουν σε νεωτερισμούς για να καθησυχάσουν τους φόβους των επενδυτών (στην περίπτωση της Intel κυρίως για την ασφάλεια του μερίσματος) και το πόσα διαθέσιμα κεφάλαια υπάρχουν αυτή τη στιγμή για επενδύσεις παρά τα μεγάλα προβλήματα των χρηματιστηρίων το 2022.
Δεν θα μας κάνει καθόλου εντύπωση αν η συμφωνία της Intel με την Brookfield αποτελέσει την αρχή σειράς παρόμοιων κινήσεων στον χώρο της υψηλής τεχνολογίας. Όσο για την Intel και τα σχέδια της, είναι ακόμα πολύ νωρίς για να μπορέσουμε να πούμε αν θα πετύχουν ή όχι, αλλά η συνεχής πτώση της μετοχής σημαίνει πως σε περίπτωση επιτυχίας των σχεδίων η ανταμοιβή των επενδυτών που θα «τολμήσουν» να αγοράσουν τώρα θα είναι αρκετά πλούσια.