Σχεδόν ένας στους τρεις εργαζόμενους βρίσκεται εκτός αγοράς εργασίας ενώ η κατάσταση είναι ακόμα χειρότερη στους νέους, με σχεδόν έναν στους δύο να είναι άνεργος, σύμφωνα με το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ.
Ειδικότερα, στην Έκθεση για την Ελληνική Οικονομία και την Απασχόληση για το 2017 η ΓΣΕΕ περιγράφει ένα ζοφερό τοπίο τόσο για την τρέχουσα κατάσταση της οικονομίας, όσο και στην αγορά εργασίας.
Σύμφωνα με τη ΓΣΕΕ, τα τελευταία δημοσιευμένα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), κάνουν λόγο για επίσημο μη εποχικά διορθωμένο ποσοστό ανεργίας το γ΄ τρίμηνο του 2016 σε 22,6%. Ωστόσο κάνοντας χρήση εναλλακτικών δεικτών εκτίμησης του ποσοστού ανεργίας, που αποτυπώνουν πληρέστερα την κατάσταση της αγοράς εργασίας και που λαμβάνουν υπόψη τους ανέργους, τους αποθαρρημένους ανέργους, το λοιπό εν δυνάμει πρόσθετο εργατικό δυναμικό και τη μη ηθελημένη μερική απασχόληση, αυτό που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «πραγματικό» ποσοστό ανεργίας φτάνει το 29,6%, όπως υποστηρίζει η ΓΣΕΕ.
Το 68,9% των εργαζομένων με μερική απασχόληση δηλώνει ότι ο λόγος για τον οποίο απασχολείται με αυτή τη μορφή εργασίας είναι ότι δεν μπορούσε να βρει πλήρη απασχόληση. Η μακροχρόνια ανεργία συνεχίζει να κινείται σε ποσοστό μεγαλύτερο του 70%. Εξετάζοντας άλλα ποιοτικά χαρακτηριστικά της ανεργίας, παρατηρούμε ότι το ποσοστό ανεργίας εμφανίζεται σημαντικά υψηλότερο στις γυναίκες (27,2%) σε σχέση με τους άνδρες (18,9%) και στις νεότερες ηλικίες σε σχέση με τις γηραιότερες. Ειδικότερα, η ανεργία στην ηλικιακή ομάδα 15-24 ετών βρίσκεται στο 44,2%, στην ηλικιακή ομάδα 25-29 ετών στο 33,2%, στην ηλικιακή ομάδα 30-44 ετών στο 21,5%, στην ηλικιακή ομάδα 45-64 ετών στο 18,5% και τέλος στην ηλικιακή ομάδα 65-74 στο 13%. Είναι επίσης σημαντικό ότι το επίπεδο εκπαίδευσης έχει μικρή μόνο επίδραση στο επίπεδο της ανεργίας.
Η θέση των ελληνικών νοικοκυριών, ειδικά των φτωχότερων, επιβαρύνεται δυσανάλογα από την άμεση φορολόγηση, καθώς η αναλογία φόρου εισοδήματος και πλούτου ως προς το ακαθάριστο εισόδημα του 20% των πιο φτωχών νοικοκυριών ήταν υψηλότερη σε σχέση με το 20% των πλουσιοτέρων.
Σύμφωνα τέλος με το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ, η πιθανότητα εξόδου της χώρας στις αγορές είναι μικρή, δεδομένης της τρέχουσας δημοσιονομικής κατάστασης και της αδυναμίας περιορισμού του πιστωτικού κινδύνου.
Χάσμα ανάμεσα στους μισθούς ιδιωτικού τομέα και Δημοσίου
Το χάσμα που επικρατεί στις αποδοχές ανάμεσα στον ιδιωτικό τομέα και το Δημόσιο καταδεικνύει επίσης η έκθεση του ινστιτούτου της ΓΣΕΕ.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΙΝΕ ΓΣΕΕ, πάνω από τους μισούς εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα (ποσοστό 51%) λαμβάνουν λιγότερα από 800 ευρώ καθαρά ανά μήνα, τη στιγμή που το αντίστοιχο ποσοστό στο ευρύτερο Δημόσιο είναι 11%.
Η δυσαναλογία είναι φανερή και στο χαμηλότερο εισοδηματικό στρώμα, με μισθούς κάτω των 500 ευρώ, όπου βρίσκεται πάνω από το 15% των ιδιωτικών υπαλλήλων, σχεδόν πενταπλάσιο σε σχέση με το αντίστοιχο ποσοστό στο ευρύτερο Δημόσιο, που είναι 3,1%.
Τα ποσοστά ουσιαστικά αντιστρέφονται στα πιο ψηλά μισθολογικά κλιμάκια, με καθαρούς μισθούς πάνω από 1.000 ευρώ ανά μήνα.
Στο Δημόσιο, πάνω από το 54% λαμβάνει περισσότερα από 1.000 ανά μήνα, ενώ στον ιδιωτικό τομέα πάνω το φράγμα του «χιλιάρικου» βρίσκεται το 24,5%, δηλαδή, λιγότερο από το ένα τέταρτο των απασχολούμενων.
Ολόκληρη η έρευνα του ΙΝΕ είναι διαθέσιμη εδώ.
Με πληροφορίες από skai.gr
(Φωτογραφία Sooc)