Αύξηση 1,7% παρουσιάζει το ποσοστό φτώχειας στην Ελλάδα κατά την περίοδο μεταξύ του 2009 και του 2011. Το ποσοστό φτώχειας ανήλθε το 2011 στο 21,4%, ενώ χωρίς συντάξεις και επιδόματα θα ήταν στο 44,9%.
Αυτά καταγράφει μελέτη του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ (ΙΝΕ-ΓΣΕΕ), με τίτλο «Δημογραφικά χαρακτηριστικά, απασχόληση, φτώχεια και συνθήκες διαβίωσης του γεωργικού πληθυσμού της Ελλάδας», στην οποία εξετάζεται η εξέλιξη της φτώχειας πριν και κατά την έναρξη της κρίσης.
Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της μελέτης, η φτώχεια στην Ελλάδα μεταξύ του 2009 (εισοδήματα 2008) και του 2011 (εισοδήματα 2010) αυξήθηκε κατά 1,7%, ποσοστό σημαντικό για περίοδο μόλις δύο ετών, και αποδίδεται στην εμφάνιση της οξείας οικονομικής κρίσης στη χώρα μας προς το τέλος του 2009.
Επισημαίνεται, ωστόσο, ότι η αύξηση του ποσοστού φτώχειας κατά 1,7% δεν υποδηλώνει ότι το βιοτικό επίπεδο και οι συνθήκες διαβίωσης υποβαθμίστηκαν κατά το ποσοστό αυτό. Η μείωση θα μπορούσε να είναι πολύ μεγαλύτερη (όπως και είναι στην πραγματικότητα, αν κρίνουμε από το ποσοστό μείωσης του ΑΕΠ) ή και μηδενική. Αυτό που μετριέται με το ποσοστό φτώχειας και επιδεινώθηκε κατά τα δύο αυτά έτη είναι η σχετική φτώχεια, δηλαδή η εισοδηματική θέση κάθε νοικοκυριού σε σχέση με τα υπόλοιπα νοικοκυριά της χώρας. Επομένως, η εισοδηματική ανισότητα (σε επίπεδο νοικοκυριών και όχι ατόμων) είναι αυτή που αυξήθηκε λόγω της κρίσης και την αύξηση αυτή καταμετρά η άνοδος του ποσοστού φτώχειας.
Σύμφωνα με τη μελέτη, η εξέλιξη της φτώχειας στην Ελλάδα κατά τα έτη πριν από την οικονομική κρίση παρουσίασε αξιοσημείωτη σταθερότητα σε ένα σχετικά υψηλό επίπεδο, συγκρινόμενο με άλλες ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες, για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα.
Με βάση τα στοιχεία των ερευνών της περιόδου 1995-2010, που αναφέρονται αντίστοιχα στα εισοδήματα 1994-2009, το ποσοστό φτώχειας κυμαινόταν μεταξύ του 20% και 21%, ενώ τα τελευταία έτη έπαιρνε τιμές γύρω ή και κάτω από το 20%. Αυτή η σταθερότητα ανατράπηκε προς το χειρότερο με την έλευση στην Ελλάδα της οξείας οικονομικής κρίσης, όπως προκύπτει από τη μελέτη των δεδομένων για τα έτη 2009, 2010 και 2011, που αφορούν τα εισοδήματα των ετών 2008, 2009 και 2010 αντίστοιχα.
Ειδικότερα, παρατηρείται ότι το ποσοστό φτώχειας (έπειτα από όλες τις κοινωνικές μεταβιβάσεις – ως τέτοιες πέρα από τις συντάξεις θεωρούνται τα κοινωνικά επιδόματα που δίνονται σε ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού, όπως οι εισοδηματικές ενισχύσεις των κατοίκων ορεινών και μειονεκτικών περιοχών, τα επιδόματα ανεργίας, μακροχρόνια ανέργων, ασθένειας, αναπηρίας καθώς και τα οικογενειακά) αυξάνεται ελαφρώς το 2010 (εισοδήματα 2009), που είναι το έτος στο τέλος του οποίου εμφανίστηκε η κρίση στην Ελλάδα, και παρουσιάζει σημαντική αύξηση, πάνω από 1%, το επόμενο έτος, που είναι το πρώτο ολοκληρωμένο έτος σε συνθήκες οικονομικής κρίσης.
Η συνολική αύξηση του ποσοστού φτώχειας εντός δύο ετών είναι ιδιαίτερα σημαντική και οξεία με δεδομένη την πορεία του ποσοστού φτώχειας στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια.
Σύμφωνα με το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, η επιδείνωση αυτή δεν μπόρεσε να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά από τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, οι οποίες (εξαιρουμένων των συντάξεων) εξακολουθούν να έχουν μικρή επίδραση στη μείωση της φτώχειας του ελληνικού πληθυσμού.
Αντίθετα, οι συντάξεις έχουν πολύ μεγαλύτερη επίπτωση από τις κοινωνικές μεταβιβάσεις στη μείωση του ποσοστού φτώχειας στην Ελλάδα. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2011 (εισοδήματα 2010), χωρίς τις συντάξεις και τις μεταβιβάσεις το 44,9% του πληθυσμού θα ήταν κάτω από το όριο φτώχειας, πράγμα που δηλώνει τη μεγάλη ανισότητα που υπάρχει στη διανομή του εισοδήματος στη χώρα μας. Όλες οι λοιπές κοινωνικές μεταβιβάσεις (εκτός των συντάξεων) δεν θα μείωναν αυτό το ποσοστό παρά μόνο κατά 2,8%, αντίθετα οι συντάξεις το μειώνουν κατά 20% περίπου.