Την ώρα που η Ευρώπη προσπαθεί να προετοιμαστεί για την κρίση που έρχεται, η Ελλάδα αποτελεί για μία ακόμη φορά ξεχωριστή περίπτωση. Η ελληνική δεν είναι μία «κανονική» οικονομία που όπως ολόκληρος ο πλανήτης αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει την πανδημία με μέτρα στήριξης και επιδοματικές πολιτικές και τώρα έχει να κάνει με τις επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία. Είναι η μοναδική ανεπτυγμένη οικονομία στον κόσμο που βρίσκεται σε διαρκή κρίση εδώ και 12 χρόνια.
Ο τίτλος του κειμένου θα μπορούσε να ισχύει σχεδόν για κάθε έτος από το 2010 και μετά. Αυτή είναι η μεγάλη ιδιαιτερότητα της ελληνικής οικονομίας. Ότι είναι η μοναδική ανεπτυγμένη οικονομία στον κόσμο που βρίσκεται σε διαρκή κρίση εδώ και 12 χρόνια.
Μιλάμε για ενεργειακή κρίση, για τις επιπτώσεις του υψηλού πληθωρισμού και τον κίνδυνο νέας – μετά το 2020 – ύφεσης. Όμως η ελληνική δεν είναι μία «κανονική» οικονομία που όπως ολόκληρος ο πλανήτης αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει την πανδημία με μέτρα στήριξης και επιδοματικές πολιτικές και τώρα έχει να κάνει με τις επιπτώσεις του πολέμου. Είναι μία οικονομία «κουρασμένη» από τις κρίσεις. Νοικοκυριά και επιχειρήσεις δεν έχουν σηκώσει κεφάλι και η κόπωση των πολιτών είναι εμφανής.
Η αλήθεια είναι ότι το 2019 είχε αρχίσει να καθαρίζει ο ορίζοντας και αναμενόταν να ξεκινήσει ένας πολυετής αναπτυξιακός κύκλος. Όμως ήρθε η πανδημία να αλλάξει τα πάντα. Ακόμη κι έτσι, η δημιουργία του Ταμείου Ανάκαμψης, η ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο QE, οι μεταρρυθμίσεις και η τακτοποίηση των δημόσιων οικονομικών, διαμόρφωσαν ένα πολύ ευνοϊκό κλίμα για την Ελλάδα. Γι’ αυτό άλλωστε και οι διαδοχικές αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής αξιολόγησης, οι οποίες από τα «σκουπίδια» έχουν οδηγήσει τα ελληνικά ομόλογα ένα σκαλοπάτι από την επενδυτική βαθμίδα.
Η φετινή χρόνια θα είναι πολύ διαφορετική και επικίνδυνη. Ενώ προερχόμαστε από μία εντυπωσιακή ανάκαμψη το 2021 (μόνο η Ιρλανδία σημείωσε ταχύτερη ανάκαμψη στην Ευρωζώνη) και το ελληνικό ΑΕΠ αναμένεται να μεγεθυνθεί κατά περίπου 3,5% φέτος με τις πρώτες ενδείξεις για τον τουρισμό να αφήνουν μεγάλα περιθώρια αισιοδοξίας, οι πολίτες δεν νιώθουν την ανάπτυξη. Αντιθέτως, βλέπουν τα καθημερινά έξοδα και τους λογαριασμούς να αυξάνονται με αποτέλεσμα η αγοραστική τους δύναμη να μειώνεται σημαντικά.
Ψυχολογικά, πρόκειται για ένα μεγάλο βάρος που θα φανεί και στα στατιστικά. Σήμερα, λοιπόν, η Ελλάδα καλείται να αντιμετωπίσει μια νέα κρίση ακραίας αβεβαιότητας, με φόντο το υπερβολικά υψηλό κόστος ενέργειας, τη γενικότερη ακρίβεια και τον κίνδυνο η κατάσταση αυτή να διαρκέσει για χρόνια, αν δεν βρεθεί – που πολύ δύσκολα θα βρεθεί – σύντομα κάποια λύση στην Ουκρανία. Από ανάπτυξη άνω του 4%, ίσως και άνω του 5% αν ο τουρισμός πήγαινε πολύ καλά, και πληθωρισμό λίγο πάνω από τον στόχο της ΕΚΤ για 2%, που περιμέναμε πριν λίγους μήνες για το 2022, όλα έχουν έρθει ανάποδα.
Πλέον, η ανάπτυξη για την Ελλάδα τοποθετείται κοντά στο 3,5% (για την Ευρωζώνη στο 2,7%), ενώ ο πληθωρισμός αναμένεται να διαμορφωθεί στο σύνολο του έτους γύρω στο 6,8%. Αν ο πληθωρισμός παραμείνει ψηλά και η ανάπτυξη επιβραδύνει περαιτέρω, τότε θα έχουμε να κάνουμε με τον λεγόμενο στασιμοπληθωρισμό. Η χαμηλότερη των προσδοκιών ανάπτυξη και ο υψηλότερος των εκτιμήσεων πληθωρισμός προκαλούν σημαντικά προβλήματα κυρίως για τους ευάλωτους και οικονομικά ασθενέστερους. Αυτό ισχύει τόσο για τα κράτη όσο και για τους πολίτες.
Στην έκθεση για την Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα που έδωσε χθες στη δημοσιότητα, η ΕΚΤ τονίζει ότι τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης θα εμφανίσουν καλύτερη δημοσιονομική εικόνα το 2022 σε σύγκριση με το 2020 και 2021 καθώς σταδιακά αποσύρουν τα μέτρα στήριξης. Ωστόσο, οι επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία ενδέχεται να δημιουργήσουν νέα προβλήματα.
Το κακό νέο είναι ότι η Ελλάδα βρίσκεται στο κλαμπ των χωρών με το υψηλότερο χρέος και το μεγαλύτερο έλλειμμα. Επομένως, είναι από τις χώρες που δέχονται ήδη δημοσιονομικές πιέσεις λόγω της ανάγκης να στηριχθεί η οικονομία (λ.χ. επιδοτήσεις για το ρεύμα) σε περιβάλλον ανοδικών επιτοκίων. Το καλό νέο είναι ότι το προφίλ χρέους της θεωρείται από τα ελκυστικότερα που υπάρχουν, ενώ και στο έλλειμμα, δεν είναι πια η χώρα με τη χειρότερη επίδοση. Με βάση τις προβλέψεις για το 2022, η Ελλάδα δεν εμφανίζει το υψηλότερο έλλειμμα στην Ευρωζώνη. Η χώρα μας έρχεται μετά τη Μάλτα, την Ιταλία, τη Γαλλία, την Ισπανία το Βέλγιο και τη Λετονία.
Σύμφωνα με την ΕΚΤ, το επιπρόσθετο δημοσιονομικό βάρος για τις μεγαλύτερες χώρες της Ευρωζώνης υπολογίζεται σε 1,2 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ κατά μέσο όρο. Σε συνδυασμό με τον αναμενόμενο στασιμοπληθωρισμό και τον κίνδυνο να υπάρξουν ακόμη πιο δυσμενείς εξελίξεις, η δημοσιονομική πειθαρχία μπορεί να αποδειχθεί καθοριστική, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι οι δημοσιονομικοί κανόνες δεν θα ισχύσουν ούτε το 2023.