Η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή αυτοκινητοβιομηχανία αντιμετωπίζει για μία ακόμα φορά ένα γνωστό πρόβλημα. Δεν μπορεί να πείσει τις αγορές πως λειτουργεί σαν μία συνηθισμένη επιχείρηση. Η μετοχική σύνθεση και η διοικητική δομή της Volkswagen (VOW, VOW3 XETRA) είναι μάλλον ασυνήθιστες. Το 53,3% των δικαιωμάτων ψήφου ελέγχεται από την εταιρία Porsche Automobil Holding SE, η οποία είναι εταιρεία διαχείρισης χαρτοφυλακίου και δεν έχει βιομηχανική δραστηριότητα.
Την Porsche Automobil Holding ελέγχουν οι οικογένειες Πόρσε και Πίεχ, απόγονοι του ιδρυτή της Volkswagen και της Porsche. Παρά το γεγονός αυτό, οι δύο οικογένειες δεν μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν. Το 20% των δικαιωμάτων ψήφου κατέχει το ομοσπονδιακό γερμανικό κρατίδιο της Κάτω Σαξωνίας, με έδρα το Ανόβερο. Σημαντικό μερίδιο, δηλαδή 17% κατέχει το επενδυτικό ταμείο του κράτους του Κατάρ και μόλις το 9,7% των κοινών μετοχών οι οποίες φέρουν δικαιώματα ψήφου (VOW) κατέχεται από το επενδυτικό κοινό. Πέρα όμως από τις κοινές μετοχές, υπάρχουν και οι προνομιούχες (VOW3), οι οποίες ανήκουν σχεδόν αποκλειστικά στο επενδυτικό κοινό, ιδιώτες και θεσμικούς επενδυτές.
Καθώς ο αριθμός των προνομιούχων μετοχών (206.205.445) δεν διαφέρει πολύ από αυτόν των κοινών (295.089.818), είναι προφανές πως οι δύο οικογένειες δεν μπορούν να αδιαφορούν για την τύχη των προνομιούχων μετόχων, ιδίως αφού σε αυτούς περιλαμβάνονται οι μεγαλύτεροι θεσμικοί επενδυτές στον κόσμο. Οι εκπρόσωποι των δύο οικογενειών πρέπει να λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τους και τις απόψεις των εκπροσώπων της Κάτω Σαξωνίας, οι οποίοι μάλιστα μπορούν να ασκήσουν βέτο πάνω σε σοβαρά ζητήματα όπως π.χ. το κλείσιμο εργοστασίων. Η κατάσταση περιπλέκεται ακόμα περισσότερο, καθώς πολύ ισχυρά κατοχυρωμένα δικαιώματα έχουν στο διοικητικό συμβούλιο της επιχείρησης και οι εκπρόσωποι των εργατικών ενώσεων.
Είναι λοιπόν αναμενόμενο, σε μία τέτοια εταιρεία τεραστίου μεγέθους και με ασυνήθιστη μετοχική και διοικητική δομή, ο ρόλος του διευθύνοντος συμβούλου να μην είναι πολύ εύκολος. Αυτό επιβεβαιώθηκε στο τέλος της προηγούμενης εβδομάδας με την ανακοίνωση της απόλυσης του Χέρμπερτ Ντις. Ο Ντις ανέλαβε τα ηνία της επιχείρησης το 2018, τρία χρόνια μετά το ξέσπασμα του μεγάλου σκανδάλου DieselGate που είχε φέρει την εταιρεία σε πολύ δύσκολη θέση.
Ο Ντις ήρθε στην εταιρεία το 2015 από την ανταγωνίστρια BMW, οπότε είχε το πλεονέκτημα πως δεν συμμετείχε στην υπόθεση DieselGate. Προσπάθησε να αλλάξει εντελώς την εικόνα της εταιρείας και να κάνει τη μεγάλη στροφή προς την ηλεκτροκίνηση, με απώτερο στόχο να φτάσει την Tesla μέχρι το 2025. Είναι γεγονός πως ο όμιλος όντως έκανε πολύ μεγάλη στροφή και έχει κάνει μεγάλα βήματα προς την ηλεκτροκίνηση, σε όλες τις φίρμες που του ανήκουν. Όμως, καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας του προσπαθούσε να πείσει τους μετόχους, τους εργαζόμενους και την Κάτω Σαξωνία, πως η εταιρεία θα έπρεπε να αλλάξει χαρακτήρα προκειμένου να μπορέσει να κυνηγήσει με επιτυχία την Tesla αλλά και τους ανερχόμενους Κινέζους ανταγωνιστές.
Η αλλαγή χαρακτήρα, κατά τον Ντις, περιλάμβανε τη μεγάλη αύξηση της παραγωγικότητας και τη μείωση του αριθμού των εργαζομένων, κυρίως στα γερμανικά εργοστάσια της επιχείρησης. Η σύγκρουση με τους εκπροσώπους των εργαζομένων και της Κάτω Σαξωνίας ήταν αναμενόμενη και αμφίρροπη. Οι οικογένειες Πόρσε και Πίεχ τον στήριζαν σταθερά, αλλά έπρεπε να κρατήσουν τις ισορροπίες και έτσι δεν τον άφησαν να προχωρήσει σε ριζοσπαστικές αποφάσεις. Παρόλα αυτά, ο Ντις ήταν πολύ δραστήριος, καθώς χρειάστηκε να αντιμετωπίσει τη μεγάλη κρίση με την έλλειψη μικροεπεξεργαστών, τα προβλήματα των εφοδιαστικών αλυσίδων, την άνοδο της τιμής των πρώτων υλών και την έξαρση του πληθωρισμού, όπως και την ανάγκη αύξησης των αμοιβών των εργαζομένων.
Όλα αυτά την ίδια στιγμή που έπρεπε να αυξήσει κατακόρυφα την παραγωγή ηλεκτρικών αυτοκινήτων και να αναζητήσει συνεργασίες για την παραγωγή μπαταριών, για να μην ξεχάσουμε τις ελλείψεις σε εξαρτήματα που παρουσιάστηκαν αμέσως μετά την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και τις ανησυχίες για την ενεργειακή επάρκεια στη Γερμανία.
Μέσα σε όλες αυτές τις δυσκολίες, οι βασικοί μέτοχοι δεν τον εγκατέλειψαν. Τι άλλαξε ξαφνικά και αποφάσισαν, αιφνιδιάζοντας την κοινή γνώμη και τις χρηματιστηριακές αγορές να τον απολύσουν στο τέλος της προηγούμενης εβδομάδας; Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα του διεθνούς Τύπου, αυτό που «έφαγε» τον Ντις ήταν τα μεγάλα προβλήματα στη Cariad, τη θυγατρική του ομίλου που ασχολείται με την παραγωγή λογισμικού για τα οχήματα που κατασκευάζει η επιχείρηση. Όπως διαβάσαμε στο Bloomberg, στο Reuters και αλλού, τα προβλήματα είναι πολύ σημαντικά και κόστισαν πολύ στον Ντις, ο οποίος είχε αναλάβει προσωπικά τη διεύθυνση της Cariad από τον περασμένο Δεκέμβριο.
Οι καθυστερήσεις στην ετοιμασία του λογισμικού έχουν προκαλέσει την αναβολή της κυκλοφορίας σημαντικών νέων μοντέλων, όπως για παράδειγμα του Macan, του ηλεκτρικού SUV της Porsche, διάφορων ηλεκτρικών μοντέλων της ίδιας της Volkswagen, και μοντέλων της Audi και της Bentley. Επίσης, σύμφωνα με το Bloomberg, οι ιδιοκτήτες των αυτοκινήτων του ομίλου αναγκάζονται να αφήνουν τα αυτοκίνητά τους στα συνεργεία της εταιρείας για να μπορέσουν να γίνουν οι αναβαθμίσεις του λογισμικού, οι οποίες θεωρητικά γίνονται μέσω του διαδικτύου. Αυτά τα προβλήματα, σε συνδυασμό με το γεγονός πως ο ίδιος ο Ντις επέμενε πως το λογισμικό των αυτοκινήτων του ομίλου θα έπρεπε να είναι «εσωτερικό» και όχι σε συνεργασία με κάποια μεγάλη εταιρεία τεχνολογίας, επιβάρυναν πολύ τη θέση του.
Σημαντικό ρόλο έπαιξε επίσης και ο απότομος τρόπος με τον οποίο διοικούσε την εταιρεία, και οι αντιπάθειες που είχε δημιουργήσει ανάμεσα στα μεσαία και υψηλόβαθμα στελέχη του ομίλου. Έτσι, την προηγούμενη Τετάρτη, ενώ ο Ντις βρισκόταν σε ταξίδι στις ΗΠΑ και επιθεωρούσε ένα εργοστάσιο, το πανίσχυρο εποπτικό συμβούλιο του ομίλου Volkswagen αποφάσισε την απομάκρυνσή του. Ο Ντις ενημερώθηκε μόλις επέστρεψε την Πέμπτη και την Παρασκευή έγιναν και οι σχετικές ανακοινώσεις αφού ο Ντις δεν προσπάθησε να αλλάξει την απόφαση του εποπτικού συμβουλίου.
Ο αντικαταστάτης του είναι ο Όλιβερ Μπλούμε, ο οποίος διευθύνει, και θα συνεχίσει να διευθύνει, τον τομέα της Porsche. Αυτό σημαίνει πως έχει ήδη αρκετή πείρα από ηλεκτρικά αυτοκίνητα, αφού το μοντέλο Taycan, το πλήρως ηλεκτρικό αυτοκίνητο της φίρμας, έχει αποδειχθεί απόλυτα επιτυχημένο. Ένα άλλο προσόν του Μπλούμε είναι το γεγονός πως εργάζεται στον όμιλο από το 1994 και ξέρει να ελίσσεται μέσα στον δαιδαλώδη όμιλο ο οποίος περιλαμβάνει πλήθος από μάρκες αυτοκινήτων κάθε τύπου, φορτηγών και μοτοσυκλετών. Επίσης, έχει καλές σχέσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων και ξέρει να αποφεύγει την εμπρηστική ρητορική. Το έργο του βέβαια δεν θα είναι καθόλου εύκολο. Εκτός από τα προβλήματα του τομέα του λογισμικού, θα πρέπει να ασχοληθεί με τη διεύρυνση της παρουσίας του ομίλου στις ΗΠΑ και την περαιτέρω ενδυνάμωσή του στην Κίνα.
Φυσικά, θα πρέπει να συνεχίσει το «κυνηγητό» της Tesla, το οποίο έχει ξεκινήσει ο προκάτοχός του, και στον τομέα της κατασκευής αυτοκινήτων και στον τομέα της κατασκευής μπαταριών που θα είναι εξαιρετικά σημαντικός για τη Volkswagen καθώς θα ανεβάζει την παραγωγή ηλεκτρικών αυτοκινήτων. Όμως, η πιο επείγουσα αποστολή του δεν έχει σχέση με την παραγωγή και τα εργοστάσια αλλά με την προώθηση ενός εγχειρήματος που έχει ως άμεσο στόχο την επίτευξη μεγάλων εσόδων και ως έμμεσο την άνοδο της τιμής των μετοχών του ομίλου. Το σχέδιο αυτό είναι η εισαγωγή των μετοχών της Porsche στο χρηματιστήριο.
Όχι της εταιρείας χαρτοφυλακίου στην οποία αναφερθήκαμε στην αρχή αλλά του τμήματος του ομίλου που παράγει τα ομώνυμα αυτοκίνητα. Ο όμιλος σκοπεύει να πουλήσει ένα μικρό ποσοστό της Porsche, η οποία της ανήκει κατά 100%, ελπίζοντας πως θα εισπράξει μερικά δισεκατομμύρια ευρώ. Ταυτόχρονα ελπίζει πως οι αγορές θα αποτιμήσουν την Porsche με αξία πάνω από 80 δισεκατομμύρια ευρώ, πράγμα που λογικά θα φέρει άνοδο και στις μετοχές του ομίλου Volkswagen, του οποίου η συνολική αξία στο χρηματιστήριο μόλις ξεπερνά τα 90 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ μόνο το μερίδιό της στην Porsche θα αξίζει τουλάχιστον 50 δισεκατομμύρια.
Η αλήθεια όμως είναι πως η απομάκρυνση του Ντις μάλλον απομάκρυνε και δεν έφερε πιο κοντά την πραγματοποίηση αυτών των σχεδίων, αφού πολλοί επενδυτές δεν χάρηκαν καθόλου ακούγοντας πως ο Μπλούμε θα διευθύνει και τον όμιλο και την προς εισαγωγή στο χρηματιστήριο Porsche. Το τελευταίο που επιθυμούν είναι να κατέχουν μετοχές μίας άλλης επιχείρησης στην οποία ο διευθύνων σύμβουλος δεν θα είναι πραγματικά ανεξάρτητος. Παρόλα αυτά, η απογοήτευση των μετόχων του ομίλου Volkswagen είναι τόσο μεγάλη που οι πρώτες θετικές ενδείξεις που θα έρθουν από τον Μπλούμε μπορεί να φέρουν σημαντική άνοδο των μετοχών του, οι οποίες βρίσκονται κοντά στο χαμηλότερο σημείο των τελευταίων πέντε ετών. Για υπομονετικούς επενδυτές, μπορεί να αποδειχθεί μία καλή ευκαιρία μακροπρόθεσμης τοποθέτησης.