Όταν ξεκίνησε η χρηματιστηριακή συνεδρίαση της 11ης Ιανουαρίου, η μετοχή της Twitter (TWTR NYSE) έπεφτε κατά 12%. Η πτώση συνεχίστηκε μέχρι το τέλος της συνεδρίασης, αλλά με μικρότερη ένταση. Ο λόγος της πτώσης ήταν ένας και μοναδικός: η απόφαση της διοίκησης της εταιρείας, πιθανότατα του ίδιου του Jack Dorsey, να κλείσει οριστικά τον λογαριασμό του απερχόμενου τότε προέδρου των Η.Π.Α. Donald Trump.
Ο τότε πρόεδρος ήταν με μεγάλη διαφορά ο πιο διάσημος χρήστης της υπηρεσίας και ο πλέον ακολουθούμενος, με 88 εκατομμύρια ακολούθους, σχεδόν το 20% του συνόλου των χρηστών. Η λογική όσων πούλησαν επιθετικά τις μετοχές τους ήταν απλή: αφενός θα μειωνόταν η κίνηση και κατ’ επέκταση τα έσοδα της επιχείρησης αφού το μεγαλύτερο μέρος των ακολούθων του Trump θα εγκατέλειπαν το Twitter και αφετέρου αυξάνονταν οι πιθανότητες για πιο αυστηρή επιτήρηση των διαφόρων κοινωνικών δικτύων από τις ανά τον κόσμο κυβερνήσεις.
Ξεκινώντας από το δεύτερο σκέλος του σκεπτικού των απαισιόδοξων, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε την πιθανότητα να δούμε στο μέλλον κάποιου τύπου προσπάθεια άσκησης κυβερνητικού ελέγχου σε όλα τα κοινωνικά δίκτυα αλλά αυτό δεν θα είναι πολύ εύκολο και σίγουρα δεν μπορεί να γίνει πολύ σύντομα.
Όσον αφορά το πρώτο σκέλος, ο συλλογισμός ήταν εντελώς λανθασμένος και δείχνει πως οι πωλητές δεν είχαν μελετήσει την εταιρεία όσο θα έπρεπε. Όπως είχαμε δει πριν περίπου δύο μήνες (Η Twitter αναζητά μία θέση στον ήλιο. Θα την βρει επιτέλους; | Liberal Markets), ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της επιχείρησης, ίσως το μεγαλύτερο, είναι ο τοξικός λόγος που αναπτύσσεται πολλές φορές μεταξύ των χρηστών, λόγος που ενίοτε συνοδεύεται από απειλές και απαξιωτικά σχόλια. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αποθάρρυνση όσων σκέφτονται να διαφημιστούν μέσω του Twitter και κατά συνέπεια την απώλεια εσόδων.
Η αποβολή του Donald Trump μπορεί να απομάκρυνε τους οπαδούς του αλλά ταυτόχρονα απομάκρυνε και ένα μεγάλο μέρος της «τοξικότητας» από την υπηρεσία. Αυτό, σε συνδυασμό με τις εντεινόμενες προσπάθειες της επιχείρησης να «αστυνομεύσει» καλύτερα τις αναρτήσεις των χρηστών έκανε αρκετούς επενδυτές να πιστέψουν πως αυτό το μεγάλο πρόβλημα επιτέλους άρχισε να αντιμετωπίζεται.
Έτσι τα 45 δολάρια, που ήταν η χαμηλότερη τιμή στην οποία έφθασε η μετοχή εκείνη την εβδομάδα, αποδεικνύεται, προς το παρόν τουλάχιστον, πως ήταν μία πολύ καλή ευκαιρία για αγορά μετοχών της εταιρείας. Βοηθούμενη από το γενικότερο θετικό χρηματιστηριακό κλίμα και τις εκτιμήσεις για ανάκαμψη της οικονομίας και της διαφημιστικής δαπάνης στο διαδίκτυο, άρχισε σταδιακά να ανακάμπτει.
Τα οικονομικά αποτελέσματα που ανακοινώθηκαν την 10η Φεβρουαρίου ήταν καλά και πάνω από τις προσδοκίες των αναλυτών και έδωσαν νέα ώθηση στη μετοχή, η οποία έφθασε τα 66 δολάρια. Η καλή πορεία συνεχίστηκε και τις επόμενες μέρες, και η μετοχή σύντομα πλησίασε τα 75 δολάρια, πετυχαίνοντας την υψηλότερη επίδοση από το φθινόπωρο του 2013 όταν μπήκε στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης. Πέρα από τα καλά αποτελέσματα, την άνοδο στήριξαν οι πληροφορίες για επικείμενες ανακοινώσεις νέων προϊόντων της εταιρείας και η ανακοίνωση της εξαγοράς της Revue, μιας συνδρομητικής υπηρεσίας αποστολής email.
Εκρηκτική ανάπτυξη
Τα μεγάλα νέα όμως ήρθαν χθες Πέμπτη, στα πλαίσια της «ημέρας των επενδυτών» η οποία διοργανώθηκε και πάλι για πρώτη φορά από το 2014. Παρουσιάζοντας τις εκτιμήσεις της για την εξέλιξη των οικονομικών μεγεθών τα επόμενα χρόνια, η διοίκηση προέβλεψε πως μέχρι το 2023 ο κύκλος εργασιών της θα διπλασιαστεί και θα φθάσει τα 7,5 δισεκατομμύρια δολάρια. Επίσης, προέβλεψε πως ο αριθμός των καθημερινά ενεργών χρηστών της υπηρεσίας θα αυξηθεί με ετήσιο ρυθμό 20% και θα φθάσει τα 310 εκατομμύρια από 192 που ήταν στο τέταρτο τρίμηνο του 2020. Στα σχέδια της διοίκησης περιλαμβάνονται και συνδρομητικές υπηρεσίες, όπου οι «ακόλουθοι» θα πληρώνουν για να βλέπουν τις αναρτήσεις των χρηστών που επιθυμούν. Οι ανακοινώσεις αιφνιδίασαν ευχάριστα τους επενδυτές και η μετοχή ανέβηκε μέχρι και 12%, ξεπερνώντας για λίγο και τα 80 δολάρια, πριν υποχωρήσει στα 74,71 υποκύπτοντας στο γενικότερο αρνητικό κλίμα που επικρατούσε στα χρηματιστήρια και ειδικότερα στις μετοχές του τεχνολογικού κλάδου.
Αν οι εκτιμήσεις της διοίκησης αποδειχθούν σωστές, τα περιθώρια ανόδου της μετοχής είναι πολύ σημαντικά, εφόσον βέβαια το κλίμα στις χρηματιστηριακές αγορές παραμείνει θετικό με τη βοήθεια των χαμηλών επιτοκίων και των παρεμβάσεων των κεντρικών τραπεζών.
Η χρηματιστηριακή της αξία σε σχέση με τον ετήσιο κύκλο εργασιών της είναι αρκετά πιο συντηρητική από τις αντίστοιχες των άλλων εταιρειών που διαχειρίζονται κοινωνικά δίκτυα, όπως για παράδειγμα η Pinterest και η Snap, αφού ληφθεί υπόψη και το γεγονός πως η εταιρεία έχει περίσσευμα μετρητών.
Η Twitter διαπραγματεύεται περίπου 13 φορές τις πωλήσεις της, ενώ η Snap 27 φορές και η Pinterest 20 φορές. Εφόσον οι επενδυτές πραγματικά πιστέψουν τις νέες αισιόδοξες εκτιμήσεις, η αποτίμηση της Twitter θα αρχίσει να πλησιάζει αυτές των ανταγωνιστών της και η μετοχή δεν αποκλείεται σύντομα να πλησιάσει ή και να ξεπεράσει τα 100 δολάρια.
Όμως, δεν είναι η πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια που ακούμε αισιόδοξες εκτιμήσεις από τη διοίκηση. Όλες οι προηγούμενες δυστυχώς διαψεύσθηκαν, με αποτέλεσμα την κακή πορεία της μετοχής σε σχέση με τους χρηματιστηριακούς δείκτες και τις υπόλοιπες εταιρείες κοινωνικών δικτύων. Ο αριθμός των ενεργών χρηστών αρκετές φορές υποχώρησε και πολλές, αρκετά υποσχόμενες, καινοτομίες της όπως το Periscope και το Vine, δεν έφεραν τα επιθυμητά αποτελέσματα και στο τέλος εγκαταλείφθηκαν.
Είναι αναμενόμενο λοιπόν να υπάρχει αρκετή δυσπιστία από την μεριά του επενδυτικού κοινού, και το πρώτο στραβοπάτημα θα τιμωρηθεί αυστηρά από την αγορά. Τα περιθώρια πτώσης της μετοχής είναι – κατά την άποψή μας – όμως περιορισμένα. Η παρουσία του Elliot Asset Management στο μετοχικό κεφάλαιο και το διοικητικό συμβούλιο σημαίνει πως αν έλθει το στραβοπάτημα, θα έχει σαν συνέπεια την αντικατάσταση του διευθύνοντος συμβούλου Jack Dorsey και την αναζήτηση αγοραστή για την εταιρεία.
Εμείς θα συνταχθούμε με την αισιόδοξη άποψη, και αν έχουμε δίκιο, θα έχει όντως ξεκινήσει μία νέα εποχή για την Twitter.