Έχουν περάσει μόλις δύο εβδομάδες από την ημέρα που αποκαλύφθηκε ότι ξένοι επενδυτές «σήκωσαν» από το χρηματιστήριο της Κωνσταντινούπολης περί τα 8 δισ. δολάρια μέσα στο 2020. Τώρα, νέα στοιχεία της Κεντρικής Τράπεζας της Τουρκίας (CBRT) δείχνουν ότι στο ίδιο διάστημα ξένα επενδυτικά κεφάλαια «τράβηξαν» από την αγορά τουρκικών ομολόγων 7 δισ. δολάρια.
Συνολικά, λοιπόν, η Τουρκία έχασε στο α’ εξάμηνο κεφάλαια που ισοδυναμούν με το 2% περίπου του ΑΕΠ της με αποτέλεσμα να ενισχύονται οι ανησυχίες ότι «στερεύει» από ρευστό μία οικονομία που εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την εξωτερική χρηματοδότηση.
Όπως μετέδωσε την Παρασκευή 24/7 η Wall Street Journal, επικαλούμενη στοιχεία της CBRT, η «αιμορραγία» της τουρκικής αγοράς ομολόγων στο πρώτο εξάμηνο του 2020 ήταν η μεγαλύτερη που έχει σημειωθεί ποτέ. Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, το ποσοστό των τουρκικών κρατικών ομολόγων που βρίσκεται σε χέρια ξένων επενδυτών υποχώρησε γύρω στο 5%, από περίπου 33% που διαμορφωνόταν το 2013.
Παρά το γεγονός ότι τα τουρκικά ομόλογα δίνουν επιτόκιο άνω του 12% σε μία εποχή που οι επενδυτές διψούν για αποδόσεις, η CBRT έχει μειώσει τα επιτόκια κάτω από το επίπεδο του πληθωρισμού, με αποτέλεσμα η πραγματική απόδοση για τους επενδυτές να είναι αρνητική. Κατά συνέπεια, αυτή τη στιγμή τα τουρκικά ομόλογα δεν έχουν να παρουσιάσουν κανένα επενδυτικό ενδιαφέρον ενώ αναλυτές τονίζουν ότι η μαζική φυγή επενδυτών από την Τουρκία δεν έχει προηγούμενο.
Συνδέεται, μάλιστα, και με τις γενικότερες επιλογές του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, καθώς η Τουρκία παραμένει μία χώρα με αρκετά ανοιχτά μέτωπα σε γεωπολιτικό επίπεδο, από τη Συρία έως τη Λιβύη.
Την ίδια ώρα και ενώ η αντίδραση του Ερντογάν στο ενδεχόμενο προσφυγής της Τουρκίας στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο είναι δεδομένη, η συζήτηση γύρω από τις επιλογές της τουρκικής οικονομίας συνεχίζεται, πόσω μάλλον από τη στιγμή που το 2020 θα είναι το πρώτο έτος συρρίκνωσης του ΑΕΠ από το 2009, όταν η ύφεση διαμορφώθηκε στο 4,7%.
Ακόμη και πριν την πανδημία, τα πράγματα για τον Ερντογάν και την τουρκική οικονομία δεν ήταν καλά. Η Τουρκία ολοκλήρωσε το 2019 με ανάπτυξη 0,9% που είναι ο χαμηλότερος ρυθμός ανάπτυξης που έχει καταγραφεί. Ο πόλεμος στη Συρία, οι προσωρινές κυρώσεις που επιβλήθηκαν από ΗΠΑ και Ρωσία, η παγκόσμια αβεβαιότητα στις αγορές και η υποτίμηση της τουρκικής λίρας, ήταν οι παράγοντες που τα τελευταία χρόνια αποδυνάμωσαν μία οικονομία που «έτρεχε» με ρυθμούς έως και άνω του 7%, για να την… παρασύρουν στο «βούρκο» της ύφεσης.
Όσο και αν ο Ερντογάν επιμένει σε μεγαλεπήβολα project, όπως αυτό του εντυπωσιακού αεροδρομίου της Κωνσταντινούπολης που κόστισε 12 δισ. δολάρια, για να αποδείξει ότι η Τουρκία διαθέτει ισχυρή οικονομία, τα νοικοκυριά έχουν δει τα εισοδήματά τους να μειώνονται και τα χρέη τους να αυξάνονται.
Στο μεταξύ, η CBRT δαπανά δισεκατομμύρια δολάρια σε συναλλαγματικά αποθέματα και δανείζεται συνάλλαγμα από τουρκικές τράπεζες για να αγοράσει τουρκικές λίρες και να σταματήσει την κατρακύλα του εθνικού νομίσματος. Παρά τα τεράστια ποσά που ρίχνει στην αγορά, η τουρκική λίρα έχει ενισχυθεί κατά 15% μέσα στο 2020, πλήττοντας νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Και όσο η λίρα παραμένει… φτερό στον άνεμο, προκαλεί αποσταθεροποίηση στην οικονομία και «τρομάζει» τους ξένους επενδυτές, με αποτέλεσμα κανείς να μη θέλει να αγοράσει ομόλογα μεγάλης διάρκειας.
Αυτό σημαίνει ότι το μέλλον της τουρκικής οικονομίας σήμερα μοιάζει αβέβαιο στα μάτια των επενδυτών και αυτό είναι κάτι που επιβαρύνει τον Ερντογάν και τον γαμπρό του και υπουργό Οικονομικών, Μπεράτ Αλμπαϊράκ. Σύμφωνα με την WSJ, η κεντρική τράπεζα της Τουρκίας χρωστάει σε ξένο νόμισμα περισσότερα απ’ όσα συναλλαγματικά αποθέματα διαθέτει στο… θησαυροφυλάκιό της. Είναι εύλογο λοιπόν οι επενδυτές να φοβούνται ότι η Τουρκία κινδυνεύει να βιώσει μία κρίση του ισοζυγίου πληρωμών και δεν θα μπορεί να πληρώσει για σημαντικές εισαγωγές ή για να εξυπηρετήσει εξωτερικό χρέος.
Η τουρκική οικονομία σήμερα παρά το χαμηλό κρατικό χρέος, διαθέτει ένα αδύναμο νόμισμα, υψηλό πληθωρισμό, ανορθόδοξη οικονομική πολιτική και το κυριότερο απ’ όλα δεν πείθει τους επενδυτές. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, εκκρεμεί η υπόθεση της τουρκικής κρατικής τράπεζας Halkbank στις ΗΠΑ, όπου κατηγορείται ότι βοήθησε το Ιράν να παρακάμψει τις αμερικανικές κυρώσεις. Μία υπόθεση που η αμερικανική ηγεσία κρατάει… στο συρτάρι ως μοχλό πίεσης απέναντι στον Τούρκο πρόεδρο.
Αναλυτές εκτιμούν ότι αν επιβληθούν κυρώσεις για το ζήτημα της Halkbank θα μπορούσαν να εκτροχιάσουν την τουρκική οικονομία. Το πόσο σημαντική είναι η υπόθεση αποδεικνύεται από το γεγονός ότι ο πρώην σύμβουλος του Τραμπ, Τζον Μπόλτον υποστηρίζει ότι ο Αμερικανός πρόεδρος είχε υποσχεθεί στον Ερντογάν ότι θα παρενέβαινε στην ομοσπονδιακή έρευνα υπέρ της Halkbank.