Χθες είδαμε πως οι ομοσπονδιακές αρχές των Η.Π.Α. προσπαθούν να εμποδίσουν την εξαγορά της Grail από την Illumina και επισημάναμε πόσο σημαντική θεωρούν την ανάπτυξη του τομέα διαγνωστικών ελέγχων που ανιχνεύουν τον καρκίνο με την χρήση των υγρών βιοψιών (liquid biopsies) και χρησιμοποιούν τεχνολογία ανάλυσης γονιδίων (D.N.A. sequencing).
Μία από τις ανταγωνίστριες της Grail στην κούρσα για την ετοιμασία, κατασκευή, κυκλοφορία και χρήση των τεστ διάγνωσης του καρκίνου αλλά και άλλων ασθενειών, είναι η Invitae (NVTA NASDAQ), την οποία αναφέραμε στο χθεσινό μας σημείωμα. Εκεί που το ενδιαφέρον ήταν στραμμένο στις περιπέτειες της εξαγοράς της Grail, οι εξελίξεις στην Invitae προκάλεσαν αίσθηση.
Το πρωί της Δευτέρας, η Invitae έκανε δύο σημαντικές ανακοινώσεις. Με την πρώτη, μας ενημέρωσε πως προχώρησε σε οριστική συμφωνία για την εξαγορά της εταιρείας Genosity, η οποία έχει αναπτύξει λογισμικό και εφαρμογές που βοηθούν την ταχύτερη και πιο ακριβή εργαστηριακή επεξεργασία και ανάλυση των δεδομένων που συλλέγονται από τις διαγνωστικές συσκευές της Invitae.
Η εξαγορά θα κοστίσει στην Invitae 200 εκατομμύρια δολάρια και εκτιμάται πως θα δώσει ώθηση στις διαγνωστικές εφαρμογές της Invitae που εξειδικεύονται στην ανίχνευση κακοηθών καρκινικών όγκων. Αυτό, αναμένεται να βοηθήσει και τα οικονομικά μεγέθη της εταιρείας, καθώς εκτιμάται πως η ανίχνευση όγκων είναι μία από τις λίγες δραστηριότητες της Invitae που είναι κερδοφόρα.
Η μεγάλη είδηση κρυβόταν στην δεύτερη ανακοίνωση, από την οποία μάθαμε πως η μεγάλη ιαπωνική εταιρεία SoftBank ηγείται ενός επενδυτικού σχήματος που θα χρηματοδοτήσει την Invitae με 1,15 δισεκατομμύρια δολάρια, αγοράζοντας ένα ομολογιακό δάνειο διάρκειας επτά ετών μετατρέψιμο σε μετοχές, το οποίο θα εκδώσει η Invitae. Το δάνειο θα φέρει ετήσιο επιτόκιο 1,5% και θα μπορεί να μετατραπεί σε μετοχές της εταιρείας με τιμή μετατροπής τα 43,18 δολάρια, τιμή που είναι κατά 20% ψηλότερη από την μέση τιμή των τελευταίων πέντε ημερών.
Το σημαντικό εδώ είναι πως η ομάδα των επενδυτών είναι πρόθυμη να δανείσει για επτά χρόνια μία αναπτυσσόμενη εταιρεία που ακόμα είναι ζημιογόνα, με ένα πολύ χαμηλό επιτόκιο. Και όχι μόνο αυτό, αλλά δεν θα είχε αντίρρηση να μετατρέψει ένα μέρος του δανείου σε μετοχές.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις χρηματιστηριακών αναλυτών, μετά την ολοκλήρωση της δανειοδότησης και συνυπολογίζοντας και τα 460 εκατομμύρια δολάρια που εισέπραξε προ διμήνου όταν εξέδωσε νέες μετοχές, η Invitae θα έχει ταμειακά διαθέσιμα σχεδόν 2 δις δολαρίων. Το γεγονός πως τα 1,2 δις θα πρέπει να αποπληρωθούν σε επτά χρόνια από τώρα, δίνει στην εταιρεία τη δυνατότητα να προχωρήσει στις απαραίτητες επενδύσεις τα επόμενα χρόνια προκειμένου να πετύχει τον στόχο της, χωρίς να ανησυχεί για την εξόφληση του δανεισμού.
Ο στόχος της είναι απλός και πολύ φιλόδοξος. Θέλει να φτιάξει αξιόπιστα διαγνωστικά προϊόντα ανίχνευσης της προδιάθεσης ενός οργανισμού για εμφάνιση κάποιας μορφής καρκίνου (κυρίως) αλλά και άλλων ασθενειών, όπως επίσης διαγνωστικά προϊόντα εντοπισμού και παρακολούθησης της εξέλιξης τους εφόσον εκδηλωθούν, τα οποία θα χρησιμοποιούνται εφ’ όρου ζωής από όσους ανησυχούν για την υγεία τους και ακόμα περισσότερο, απ’ όσους θα νοσήσουν από καρκίνο.
Αν καταλαβαίνουμε καλά, η εταιρεία εκτιμά τα διαγνωστικά της τεστ θα προωθηθούν από τις ασφαλιστικές εταιρείες και τα ασφαλιστικά ταμεία ως ένα ισχυρό όπλο κατά του καρκίνου και άλλων ασθενειών, στα πλαίσια της μετάβασης προς αυτό που πολλοί ονομάζουν «προσωποποιημένη» ιατρική. Σύμφωνα με αυτούς, σύντομα, κυρίως με την βοήθεια των διαγνωστικών τεστ της Invitae και άλλων εταιρειών, οι διάφοροι προληπτικοί και διαγνωστικοί έλεγχοι θα γίνονται με βάση τα χαρακτηριστικά κάθε ανθρώπου και όχι με τον ίδιο τρόπο για όλους όπως γίνεται τώρα.
Σε παλαιότερη συνέντευξή του, ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας Sean George είχε δηλώσει πως, με την βοήθεια της Invitae, σε μερικά χρόνια πολύ λίγοι ασθενείς θα νοσούν βαριά από καρκίνο, καθώς οι διαγνωστικοί προληπτικοί έλεγχοι και τα τεστ παρακολούθησης της εξέλιξης της νόσου θα ελαχιστοποιούν τις πιθανότητες να προχωρήσει πολύ η ασθένεια.
Ο στόχος είναι όντως πολύ φιλόδοξος. Με την περσινή εξαγορά της ArcherDX, η Invitae διεύρυνε το φάσμα των δραστηριοτήτων της και αυτή την στιγμή διαθέτει ή περιμένει να εγκριθούν, διαγνωστικά εργαλεία που χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση της γενετικής προδιάθεσης ενός ανθρώπου για εμφάνιση καρκίνου, για τον εντοπισμό του, και για την παρακολούθηση της εξέλιξής του. Δεν υπάρχει όμως καμία εγγύηση πως αυτά τα τεστ θα υιοθετηθούν από τους γιατρούς, τα νοσοκομεία και τις ασφαλιστικές εταιρείες, καθώς ο ανταγωνισμός είναι πολύ έντονος.
Προς το παρόν πάντως, η εταιρεία αναπτύσσεται και ο κύκλος εργασιών για το 2021 αναμένεται να πλησιάσει τα 500 εκατομμύρια δολάρια, αυξημένος κατά περίπου 55% σε σχέση με το 2020, ενώ ισχυρή ανάπτυξη προβλέπεται και για τα επόμενα χρόνια. Η χρηματιστηριακή της αξία είναι περίπου 8 δισεκατομμύρια δολάρια, με την τιμή της μετοχής να βρίσκεται λίγο κάτω από τα 41 δολάρια.
Η προτίμηση που έδειξε η Softbank στην Invitae, δικαιώνει κατά κάποιο τρόπο την γνωστή διαχειρίστρια κεφαλαίων Cathie Wood, το «αφεντικό» των διαπραγματεύσιμων αμοιβαίων κεφαλαίων (E.T.F.) ARK, τα οποία έχουν πετύχει εξαιρετικές αποδόσεις τα τελευταία χρόνια.Σύμφωνα με τα στοιχεία του Bloomberg, το βασικό επενδυτικό προϊόν της ARK, το ARK Innovation κατέχει περίπου το 14% των μετοχών της εταιρείας, ενώ σε πρόσφατη συνέντευξή της στο κανάλι CNBC η Wood δήλωσε πως η αγορά δεν έχει δώσει ακόμα την πρέπουσα σημασία στην Invitae και τις προοπτικές της και το γεγονός πως είναι μία από τις πρώτες στον δρόμο προς την «προσωποποιημένη ιατρική» με την βοήθεια της υψηλής τεχνολογίας ανάλυσης δεδομένων και των εφαρμογών τεχνητής νοημοσύνης.
Ίσως να αργήσουμε να μάθουμε αν η Invitae θα πετύχει τον φιλόδοξο στόχο της , αλλά η χρηματοδότηση που πήρε από την SoftBank σίγουρα της δίνει αρκετό χρονικό περιθώριο για να το προσπαθήσει.
Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, καμία διασφάλιση δε δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.